Οι σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και της Συρίας, εξαιρετικές στο παρελθόν υπό τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β ’, είναι σήμερα αποτρόπαιες. Είναι επειδή το Βερολίνο έχει γίνει, στη διάρκεια του Ψυχρού Πόλεμου, η πίσω αυλή των Αδελφών Μουσουλμάνων για να ανατρέψουν τη Συριακή Αραβική Δημοκρατία. Από το 2012, το Υπουργείο Εξωτερικών και η ομοσπονδιακή ομάδα προβληματισμού SWP (think tank) εργάζονται απευθείας για λογαριασμό του αμερικανικού βαθιού κράτους (Deep State) για να καταστρέψουν τη χώρα.
Ιστορικά, η Γερμανία είχε εξαιρετικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Kaiser Wilhelm II, ο οποίος ήταν γοητευμένος από το Ισλάμ διεξήγαγε αρχαιολογικές ανασκαφές, μεταξύ άλλων στο Baalbeck, και συμμετείχε στην κατασκευή των πρώτων σιδηροδρόμων, από του οποίους του Δαμασκού-Μεντίνας. Ο Ράιχ και η Υψηλή Πύλη πολέμησαν μαζί τους Βρετανούς όταν οργάνωσαν την «Μεγάλη Αραβική Επανάσταση» του 1915, και έπειτα έχασαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και, ως εκ τούτου, αποκλείστηκαν από την περιοχή (συμφωνίες Sykes-Picot-Sazonov) .
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η CIA ανέκτησε μερικούς από τους καλύτερους ναζί αξιωματικούς για να συνεχίσει τον αγώνα της εναντίον της ΕΣΣΔ. Μεταξύ αυτών, ο Gerhard von Mende ο οποίος είχε στρατολογήσει σοβιετικούς μουσουλμάνους ενάντια στη Μόσχα [1]. Αυτός ο ανώτερος αξιωματούχος εγκατάστησε στο Μόναχο, το 1953, τον ηγέτη των ς Αδελφών Μουσουλμάνων εκτός Αιγύπτου, Saïd Ramadan [2].
Την ίδια περίοδο, η CIA αποστέλλει –υπό κάλυψη- ναζί αξιωματικούς σε όλο τον κόσμο για να πολεμήσουν τους προ-σοβιετικούς Για παράδειγμα, τον Otto Skorzeny στην Αίγυπτο, τον Fazlollah Zahedi στο Ιράν και τον Alois Brunner [3] στη Συρία. Όλοι οργανώνουν τις τοπικές μυστικές υπηρεσίες με το μοντέλο της Γκεστάπο. Ο Brunner δεν θα αποσυρθεί παρά πολύ αργότερα, το 2000, από τον πρόεδρο Bashar al-Assad.
Κατά την περίοδο από την χουμενιστική επανάσταση του 1979 έως τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η Δυτική Γερμανία είναι προσεκτική με την Αδελφότητα. Ωστόσο, μετά από αίτημα της CIA και ενώ η Συρία αναγνωρίζει την Ανατολική Γερμανία, συμφωνεί να προσφέρει πολιτικό άσυλο στους πραξικοπηματίες που επιχείρησαν το πραξικόπημα του 1982 κατά του προέδρου Χάφεζ Άσαντ, μεταξύ άλλων στον πρώην Ανώτατο Οδηγό Issam al-Attar (αδελφό της Σύριας Αντιπροέδρου Najah el-Attar). Στη δεκαετία του ’90, η Αδελφότητα αναδιοργανώνεται στη Γερμανία με τη βοήθεια δύο επιχειρηματιών, του Σύρου Αλί Ghaleb Himmat και του Αιγύπτου Youssef Nada, οι οποίοι θα κατηγορηθούν αργότερα από την Ουάσινγκτον για χρηματοδότηση του Ουσάμα Μπιν Λάντεν.
Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινάνε τον «ατελείωτο πόλεμο» στην «Ευρύτερη Μέση Ανατολή», η CIA ενθαρρύνει την επανενωμένη Γερμανία να ξεκινήσει ένα «Διάλογο με τον Μουσουλμανικό Κόσμο». Στο Βερολίνο, το Υπουργείο Εξωτερικών βασίζεται κυρίως για αυτό το σκοπό στον νέο τοπικό ηγέτη της Αδελφότητας, Ιμπραχίμ ελ Ζαγιάτ και σε έναν ειδικό, τον Volker Perthes. Ο τελευταίος θα γίνει διευθυντής του κύριου ομοσπονδιακού think tank, του Ιδρύματος για την Επιστήμη και τη Πολιτική (SWP).
Το 2005, η Γερμανία εμπλέκεται στη δολοφονία του Ραφίκ Χαρίρι, παρέχοντας το όπλο που θα χρησιμοποιηθεί για να τον σκοτώσει (δεν πρόκειται προφανώς για ένα συμβατικό εκρηκτικό, σε αντίθεση με την προπαγάνδα του ειδικού «Δικαστηρίου») [4]. Στη συνέχεια, η Γερμανία παρέχει τον επικεφαλής της αποστολής έρευνας του ΟΗΕ, τον πρώην εισαγγελέα Detlev Mehlis [5], και τον αναπληρωτή του, τον πρώην αστυνόμο Gerhard Lehmann ο οποίος εμπλάκηκε στην υπόθεση των μυστικών φυλακών της CIA.
Το 2008, καθώς η CIA προετοιμάζει τον συριακό «εμφύλιο πόλεμο», ο Volker Perthes προσκαλείται από το ΝΑΤΟ στην ετήσια συνάντηση της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ. Συμμετέχει με έναν Σύρο αξιωματούχο της CIA, τον Bassma Kodmani. Εξηγούν στους συμμετέχοντες όλο το ενδιαφέρον για τη Δύση να ανατραπεί η Αραβική Δημοκρατία της Συρίας και να τοποθετηθούν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στην εξουσία. Έχοντας υιοθετήσει τη διπλή γλώσσα της Αδελφότητας, έγραψε το 2011 ένα άρθρο στην εφημερίδα New York Times για να κοροϊδέψει τον Πρόεδρο Άσαντ ο οποίος πιστεύει ότι διακρίνει μια «συνωμοσία» εναντίον της χώρας του [6]. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, συμμετείχε σε μια συνάντηση των Τούρκων εργοδοτών που διοργάνωσε το αμερικανικό ιδιωτικό πρακτορείο πληροφοριών Stratfor. Παρουσιάζει στους συνομιλητές του τους πόρους πετρελαίου και φυσικού αερίου που θα μπορούν να κλέψουν στη Συρία [7].
Διευρύνοντας αυτό το έργο, η Γερμανία διοργάνωσε συνάντηση των Φίλων της Συρίας στο Αμπού Ντάμπι υπό την προεδρία ενός από τους διπλωμάτες της, Clemens von Goetze. Ο τελευταίος καταμέρισε τις μελλοντικές παραχωρήσεις εκμετάλλευσης που θα απονέμονταν στους νικητές όταν το ΝΑΤΟ θα ανέτρεπε τη Συριακή Αραβική Δημοκρατία [8].
Στα μέσα του 2012, ο Volker Perthes χρεώνεται από το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ να προετοιμάσει «Την Επόμενη Μέρα» (δηλαδή, την κυβέρνηση που θα επιβαλλόταν στη Συρία). Οργανώνει συναντήσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τη συμμετοχή 45 Σύρων αξιωματούχων, μεταξύ των οποίων η φίλη του Bassma Kodmani και ο Αδελφός Radwan Ziadeh, ο οποίος ήρθε ειδικά από την Ουάσιγκτον [9]. Εν τέλει, ο Perthes γίνεται ένας από τους συμβούλους του Jeffrey Feltman στα Ηνωμένα Έθνη. Ως εκ τούτου, συμμετέχει σε όλες τις διαπραγματεύσεις στη Γενεύη.
Οι θέσεις του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών επαναλαμβάνονται κατά λέξη από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Εξωτερική Δράση (EEAS) της Federica Mogherini. Αυτή η διοίκηση, με επικεφαλής έναν υψηλόβαθμο Γάλλο αξιωματούχο, συντάσσει εμπιστευτικά σημειώματα για τη Συρία για τους αρχηγούς Κρατών και κυβερνήσεων της Ένωσης.
Το 2015, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ο οποίος έγινε παγκόσμιος προστάτης της Αδελφών Μουσουλμάνων, οργάνωσαν τη μεταφορά περισσότερων από ένα εκατομμύριο ανθρώπων προς τη Γερμανία [10], σύμφωνα με το αίτημα της γερμανικής βιομηχανικής εργοδοσίας . Πολλοί από αυτούς τους μετανάστες είναι Σύροι, τους οποίους το ΑΚΡ δεν θέλει πλέον στη χώρα του και των οποίων η Γερμανία επιθυμεί να αποφύγει την επιστροφή στη χώρα τους.
Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ θα είναι στη Βηρυτό και το Αμάν αυτή τη εβδομάδα για να μιλήσει για τη Συρία.
[1] Η CIA του Alan Dulles τοποθέτησε πρώην Ναζί αξιωματούχους ως επιβλέποντες όλων σχεδόν των μυστικών υπηρεσιών των συμμαχικών κρατών στους πέντε ηπείρους. Το σύστημα αυτό διαλύθηκε τη δεκαετία του 1970 μετά τις αποκαλύψεις των επιτροπών του Κογκρέσου Church και Pike. Όλοι οι Ναζί αξιωματούχοι εκδιώχθηκαν από τον Πρόεδρο Κάρτερ και τον ναύαρχο Stanfield Turner, στο τέλος της δεκαετίας του 70. Οι Ευρωπαίοι πιστεύουν λανθασμένα ότι η CIA χρησιμοποίησε Ναζί αποκλειστικά στη Λατινική Αμερική (π.χ. ο Κλάους Μπάρμπι στη Βολιβία). Αλλά αυτό το σύστημα ήταν ευρέως διαδεδομένο, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης (Επιχείρηση Gladio). Κατά πάσα πιθανότητα, η τοποθέτηση αυτών των «ειδικών» Ναζί συντονίστηκε από τη Γερμανία από τον Reinhard Gehlen, τον οποίον η CIA διόρισε ως πρώτο επικεφαλής της Bundesnachrichtendienst (BND).
[2] A Mosque in Munich, Ian Johnson, Houghton Mifflin Harcourt, 2011.
[3] Ο Alois Brunner θεωρείται ως υπεύθυνος για την απέλαση και τη δολοφονία 130.000 ατόμων στην Αυστρία, την Ελλάδα, τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Σλοβακία. Καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια κάθειρξη στη Γαλλία το 2001 για την ευθύνη του για το θάνατο των παιδιών του Izieu.
[4] « Révélations sur l’assassinat de Rafiq Hariri », par Thierry Meyssan, Оdnako (Russie) , Réseau Voltaire, 29 novembre 2010.
[5] « La commission Mehlis discréditée », par Talaat Ramih, Réseau Voltaire, 9 décembre 2005.
[6] “Is Assad Capable of Reform ?”, Volker Perthes, The New York Times, March 30, 2011.
[7] « Küresel Enerji Stratejileri Simülasyonu : Türkiye’nin Gelecek 10 Yılı », Tusaid, 6 Ekim 2011 («Παγκόσμια Ενεργειακή Στρατηγική Προσομοίωση: Η Τουρκία στο Μέλλον σε 10 χρόνια», TUSAID, 6 Οκτωβρίου, 2011.)
[8] « Les "Amis de la Syrie" se partagent l’économie syrienne avant de l’avoir conquise », par German Foreign Policy, Horizons et débats (Suisse) , Réseau Voltaire, 14 juin 2012.
[9] The Day After Project, August 2012. The Day After. Supporting a Democratic Transition in Syria, United States Institute of Peace & Stiftung Wissenschaft und Politik, August 2012.
[10] Η Τουρκία ανέλαβε τη θέση από τη Σαουδική Αραβία, καθώς η τελευταία εγκατάλειψε την Αδελφότητα μετά την ομιλία του Donald Trump στο Ριάντ στις 21 Μαΐου 2017.