Είναι μια συζήτηση που νομίζαμε ότι έκλεισε: οι Δυτικοί είχαν επιβεβαιώσει ότι η ελευθερία της έκφρασης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημοκρατία και ότι δεν θα την παραβίαζαν ποτέ ξανά. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Πολωνία, η Ιταλία και η Γερμανία έχουν ήδη μπει στον δρόμο της λογοκρισίας. Από τώρα και στο εξής υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να ειπωθούν.
Η ελευθερία της έκφρασης ήταν χαρακτηριστικό της Δύσης από τον 18ο αιώνα. Αυτή ήταν η βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το πολιτικό καθεστώς που υποστήριζαν οι μεσαίες τάξεις: η δημοκρατία. Η αρχή σύμφωνα με την οποία η γενική βούληση θα προέκυπτε από την αντιπαράθεση διαφόρων απόψεων δεν αμφισβητούταν πλέον. Οποιαδήποτε επίθεση σε αυτήν την ελευθερία θεωρούταν ως πλήγμα για την ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων.
Ωστόσο, στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο Παγκόσμιος Πόλεμος διέλυσε τη Δύση, οι Βρετανοί και μετά οι ΗΠΑϊοί, δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν σύγχρονα μέσα προπαγάνδας, όχι μόνο εναντίον των εχθρών τους, αλλά και εναντίον του ίδιου του πληθυσμού τους [1]. Για πρώτη φορά, δημοκρατικές κυβερνήσεις έφτιαχναν προγράμματα για να εξαπατήσουν τους συμπολίτες τους. Στο τέλος αυτού του πολέμου, οι Βρετανοί καυχιόνταν για τις επιτυχίες τους, ανοίγοντας το δρόμο για πιθανή χρήση της πολεμικής προπαγάνδας σε περιόδους ειρήνης. Έτσι, όταν απειλήθηκε το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα και πριν ακόμη ξεκινήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, οι δημοκρατίες και η ελευθερία της έκφρασης τέθηκαν σε αναμονή και η προπαγάνδα ξανάρχισε, πρώτα στην Ιταλία και τη Γερμανία και μετά σε ολόκληρη τη Δύση.
Εδώ και τρία τέταρτα του αιώνα, οι Δυτικοί έχουν ορκιστεί να υπερασπιστούν τις αξίες τους και να μην ασκούν πλέον προπαγάνδα για εσωτερική χρήση.
Σήμερα, όπως και στη δεκαετία του ’30, το σημερινό καπιταλιστικό σύστημα απειλείται από την ανάπτυξη ανισοτήτων μεταξύ των ψηφοφόρων, αλλά με τρόπο που ποτέ δεν γνωρίσαμε. Αν ο βιομήχανος Χένρι Φορντ έλεγε, κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1929, ότι ο μισθός ενός αφεντικού δεν πρέπει να υπερβαίνει τον 40πλάσιο από αυτόν ενός εργάτη του, σήμερα ο μισθός του Έλον Μασκ είναι 38,5 εκατομμύρια φορές μεγαλύτερος από αυτόν ορισμένων υπαλλήλων του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δημοκρατική αρχή «Ένας άνθρωπος, μία ψήφος» δεν έχει πλέον καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο η ελευθερία της έκφρασης αμφισβητήθηκε από τους Δυτικούς. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συμπεριλαμβανομένων των Facebook και Twitter, λογόκριναν κυβερνήσεις και εντέλει τον εν ενεργεία πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν παραβίαζαν το Σύνταγμα, καθώς η τελευταία δεν είχε εγγυηθεί αυτή την ελευθερία παρά μόνο έναντι των καταχρήσεων της πολιτικής εξουσίας. Το γεγονός ότι ο Έλον Μασκ μόλις αγόρασε το Twitter και ανακοίνωσε ότι θέλει να το κάνει ένα ελεύθερο δίκτυο δεν αλλάζει αυτό που συνέβη. Η ιδέα ότι δεν μπορούμε να πούμε τα πάντα έχει ήδη επικρατήσει.
Οι διανοούμενοι αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται να αλλάξει το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Τα τελευταία χρόνια, πολλοί από αυτούς έχουν μετατραπεί σε υποστηρικτές της εξουσίας, είτε οικονομικής είτε πολιτικής, και έχουν εγκαταλείψει την κριτική τους λειτουργία. Όποια και αν είναι η εξέλιξη, θα είναι στη πλευρά της λαβής και όχι του τσεκουριού. Εδώ και έξι χρόνια, δεν σταματούν να μας μιλούν για τον κίνδυνο των Fake News, δηλαδή των μεροληπτικών πληροφοριών, και για την ανάγκη ελέγχου του τι λένε και τι γράφουν οι άνθρωποι. Ο λόγος τους διακρίνει τους ανθρώπους που βρίσκονται στην αλήθεια από εκείνους που βρίσκονται σε λάθος, αρνούμενοι την αρχή της δημοκρατικής ισότητας.
Έχοντας εμπλακεί στην παγίδα του Θουκυδίδη, οι Αγγλοσάξονες προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο στην Ουκρανία και τη ρωσική επέμβαση για να την τερματίσουν. Σταδιακά, η Δύση μπαίνει σε πόλεμο, με τη στρατιωτική έννοια, κατά της Ρωσίας και, με την οικονομική έννοια, κατά της Κίνας. Διαψεύδονται όλες οι προκαταλήψεις σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι δυνατό να γίνει πόλεμος με δυνάμεις με τις οποίες κάποιος έχει έντονες οικονομικές ανταλλαγές. Όπως και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, ο κόσμος χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα που βρίσκονται σε διαδικασία διαχωρισμού.
Συνεπώς η κυβερνητική προπαγάνδα επιστρέφει στη Δύση.
Για πρώτη φορά, αμφισβητηθήκαν οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ του 2020. Το Κογκρέσο ανακήρυξε τον Τζο Μπάιντεν νικητή, αλλά στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποιος κέρδισε. Δεν είναι δυνατόν, όπως στην περίπτωση του Μπους εναντίον του Γκορ (2000), να καταμετρηθούν εκ νέου τα ψηφοδέλτια επειδή το πρόβλημα δεν είναι εκεί: σε πολλά μέρη, η καταμέτρηση των ψήφων έγινε κεκλεισμένων των θυρών. Ίσως κανείς να μην εξαπάτησε, αλλά δεν υπήρχε διαφάνεια στις εκλογές· μια ουσιαστική διαδικασία σε μια δημοκρατία. Ήδη το 2000, το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο είχε βάλει τέλος στην επανακαταμέτρηση των ψηφοδελτίων, θεωρώντας ότι το Σύνταγμα δεν αναφερόταν σε εκλογή προέδρου με άμεση καθολική ψηφοφορία, αλλά στηριζόταν στη βούληση κάθε πολιτείας. Και επομένως, ο τρόπος με τον οποίο η Φλόριντα είχε ορίσει τον νικητή εν ήταν αρμοδιότητα των ομοσπονδιακών θεσμών.
Επομένως, πριν από κάθε άλλη συζήτηση, στις ενδιάμεσες εκλογές κυριαρχεί το ζήτημα του μη σεβασμού των δημοκρατικών διαδικασιών από το «δημοκρατικό» στρατόπεδο.
Ηνωμένες Πολιτείες
Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν ένα Παγκόσμιο Κέντρο Δέσμευσης (Global Engagement Center - GEC), δηλαδή μια δομή, εντός του Υπουργείου Εξωτερικών, για να συντονίζει τις επίσημες ομιλίες των συμμάχων τους. Έχουν επίσης, πάντα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, έναν υφυπουργό υπεύθυνο για την προπαγάνδα στο εξωτερικό υπό τον τίτλο «Δημόσια Διπλωματία και Δημόσιες Υποθέσεις» (Public Diplomacy and Public Affairs). Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2022, έγινε ένα βήμα: ο «ανακηρυγμένος πρόεδρος» Τζο Μπάιντεν προσέλαβε μια ειδική υπάλληλο στην προπαγάνδα, την Νίνα Γιάνκοβιτς.
Ο υπουργός της Εσωτερικής Ασφάλειας, πρώην δικαστής Αλεχάντρο Μαγιόρκας, δημιούργησε ένα «Συμβούλιο Διακυβέρνησης της Παραπληροφόρησης» (Disinformation Governance Board) και της εμπιστεύτηκε την προεδρία. Ήταν, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο η ανασύσταση του μηχανισμού πολεμικής προπαγάνδας που δημιούργησε ο πρόεδρος Woodrow Wilson, το 1917 [2].
Η Nina Jankowicz παρουσιάστηκε ως μια νεαρή ερευνήτρια, ειδική στη «ρωσική παραπληροφόρηση». Στην πραγματικότητα, ήταν υπάλληλος του Εθνικού Δημοκρατικού Ινστιτούτου (National Democratic Institute) της Madeleine Albright, υπεύθυνη για την υπεράσπιση των συμφερόντων των Μπάιντεν στην Ουκρανία.
Αυτή η γοητευτική κυρία εργάστηκε στην ομάδα του υποψηφίου Volodymyr Zelensky, σημερινού προέδρου της Ουκρανίας [3]. Ήταν προηγουμένως, εν μέσω του εμφυλίου πολέμου, στην υπηρεσία του Pavlo Klimkin, υπουργού Εξωτερικών του προέδρου Petro Poroshenko. Ήταν τότε αντίθετη στις συμφωνίες του Μινσκ, παρότι είχαν εγκριθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς παραμονής της στην Ουκρανία, ανέπτυξε μια θεωρία για τη ρωσική παραπληροφόρηση για την οποία αφιέρωσε ένα βιβλίο: «Πώς να χάσετε τον πόλεμο της πληροφορίας: η Ρωσία, οι ψεύτικες ειδήσεις και το μέλλον της σύγκρουσης» (How to Lose the Information War : Russia, Fake News, and the Future of Conflict). Χωρίς να γνωρίζει την πραγματικότητα του εμφυλίου πολέμου και τους 20.000 νεκρούς του, περιέγραφε όλα τα σημερινά κλισέ για τους κακούς Ρώσους που ήθελαν να επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους στο Ντονμπάς λέγοντας ψέματα στους Ευρωπαίους.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Nina Jankowicz χρησιμοποιούσε την ουκρανική ένωση StopFake, που επιδοτείται από το National Endowment for Democracy (με άλλα λόγια από τη CIA), τη βρετανική κυβέρνηση και τον George Soros, για να πιστέψουμε ότι το πραξικόπημα του Μαϊντάν ήταν μια λαϊκή επανάσταση [4].
Στο παρακάτω βίντεο, δεν σταματά να λέει ψέματα και επαινεί τις «ακέραιες εθνικιστικές» πολιτοφυλακές Aidar (των οποίων η πρακτική βασανιστηρίων είχε ήδη καταγγείλει η Διεθνής Αμνηστία), Dnipro-1 και φυσικά το τάγμα Azov.
Το 2018, υπερασπίστηκε τη ναζιστική πολιτοφυλακή C14 [5] διαβεβαιώνοντας ότι δεν είχε κάνει πογκρόμ εναντίον των Τσιγγάνων· ότι ήταν όλα… ρωσική παραπληροφόρηση.
Αυτός η ειδική στα ψέματα, δεν παρέλειψε να πει ξανά ψέματα στις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τις κατηγορίες για προδοσία που ασκήθηκαν εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ (ο φάκελος Steele) και να αρνηθεί τα εγκλήματα του Χάντερ Μπάιντεν [6]. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να παρουσιάσει τον υπολογιστή του γιου του προέδρου, που κατασχέθηκε από το FBI, ως «ρωσική εφεύρεση».
Ενώπιο των κριτικών, το Συμβούλιο Διακυβέρνησης της Παραπληροφόρησης διαλύθηκε στις 17 Μαΐου [7], ωστόσο πραχτικά από μια περιοχή εντός της Υπηρεσίας Κυβερνοασφάλειας και Ασφάλειας Υποδομών (Cybersecurity and Infrastructure Security Agency, CISA), μια υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, δείχνουν ότι επιβίωσε με άλλη μορφή [8]. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Γενικό Επιθεωρητή της Διοίκησης, η λειτουργία του παραμένει απαραίτητη [9].
Ηνωμένο Βασίλειο
Οι Βρετανοί, από την πλευρά τους, προτίμησαν να βασιστούν σε έναν «σύλλογο», το Institute for Strategic Dialogue (ISD), για να κάνει στη θέση της κυβέρνησης ό, τι σκοπεύει να κάνει χωρίς να φέρει την ευθύνη. Αυτό το Think Tank , που δημιουργήθηκε από τον Λόρδο George Weidenfeld, Βαρόνο Weidenfeld, έναν «Αδαμαντίνο Σιωνιστή» σύμφωνα με τα δικά του λόγια, υποτίθεται ότι μάχεται κατά του εξτρεμισμού. Στην πραγματικότητα, ασχολείται επίσης με το να διαδίδει ψέματα για να καταπνίξει κραυγαλέες αλήθειες. Το ISD συντάσσει εκθέσεις με δική του πρωτοβουλία (ή μάλλον της βρετανικής κυβέρνησης), αλλά και κατόπιν αιτήματος των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που το χρηματοδοτούν.
Αυτό που ισχύει μεταξύ των εφευρετών της σύγχρονης προπαγάνδας ισχύει και στην Ευρώπη.
Πολωνία
Το Φεβρουάριο, δηλαδή στην αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, το Πολωνικό Συμβούλιο Άμυνας διέταξε τη γαλλική εταιρεία Orange, η οποία είναι ο κύριος πάροχος πρόσβασης στο Διαδίκτυο στη χώρα αυτή, να λογοκρίνει μερικούς ιστότοπους του Διαδικτύου, συμπεριλαμβανομένου αυτού του Δικτύου Βολταίρου (Voltairenet.org). Μετά από επικοινωνία μας με συστημένη επιστολή, η τελευταία δεν ήθελε να μας στείλει την επιστολή των πολωνικών αρχών. Όσο για τις τελευταίες, απλά δεν μας απάντησαν. Σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές συνθήκες, το Συμβούλιο Άμυνας έχει την εξουσία να επιβάλλει στρατιωτική λογοκρισία για σκοπούς εθνικής ασφάλειας.
Ιταλία
Τον Μάρτιο, η Corriere della Sera αποκάλυψε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα για την παρακολούθηση των ατόμων που χαρακτηρίζονται ως «φιλορώσοι» [10]. Το πρακτορείο τύπου ANSA δημοσίευσε μάλιστα ένα τεύχος του Hybrid Bulletin που το ιταλικό τμήμα πληροφοριών για την ασφάλεια (Dipartimento delle Informazioni per la Sicurezza) του αφιερώνει [11].
Γερμανία
Στη Γερμανία, η υπουργός Εσωτερικών, η σοσιαλδημοκράτρια Νάνσυ Φρέιζερ, έχει δημιουργήσει επίσης ένα όργανο παρακολούθησης. Προχωρώντας πολύ πιο μακριά από τους άλλους, του ανάθεσε την αποστολή να «εναρμονίσει τις ειδήσεις» στα μέσα ενημέρωσης. Εδώ και μερικούς μήνες, με τη μεγαλύτερη μυστικότητα, συγκεντρώνει τα μεγάλα αφεντικά του Τύπου και τους εξηγεί τι δεν πρέπει να δημοσιεύεται.
Η Ιταλία και η Γερμανία έζησαν μια σκληρή εμπειρία της λογοκρισίας κατά τη διάρκεια του φασισμού και του ναζισμού, επομένως είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό να τις βλέπουμε σήμερα να ακολουθούν αυτόν τον δρόμο. Οι ίδιες αιτίες παράγουν πάντα τα ίδια αποτελέσματα. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιταλία και η Γερμανία αρνήθηκαν, στις 4 Νοεμβρίου 2022 στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, να ψηφίσουν υπέρ ενός ψηφίσματος που καταδικάζει τον ναζισμό.
[1] « Les techniques de la propagande militaire moderne », par Thierry Meyssan, Réseau Voltaire, 16 mai 2016.
[2] «Why Biden is in Danger of Replicating Woodrow Wilson’s Propaganda Machine», John Maxwell Hamilton & Kevin R. Kosar, Politico, May 5, 2022.
[3] «How the Biden administration let right-wing attacks derail its disinformation efforts», Taylor Lorenz, The Washington Post, May 18, 2022.
[4] «Meet the Head of Biden’s New “Disinformation Governing Board”», Lev Golinkin, The Nation, May 12, 2022.
[5] « La loi raciale ukrainienne », Réseau Voltaire, 9 mars 2022.
[6] “Η παρακμή της ΗΠΑϊκής Αυτοκρατορίας”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Δίκτυο Βολταίρος, 6 Σεπτεμβρίου 2022.
[7] «The Disinformation Governance Board, Disavowed», The Editorial Board, The Wall Street Journal, May 18, 2022.
[8] «Disinformation Governance Board Minutes», CISA, June 14, 2022.
[9] «DHS Needs a Unified Strategy to Counter Disinformation Campaigns», Office of Inspector General, August 10, 2022.
[10] « L’Otan surveille les influenceurs qui doutent de la version officielle de la guerre », Réseau Voltaire, 18 juin 2022.
[11] Hybrid Bulletin n°4, Dipartimento delle Informazioni per la Sicurezza, 15 maggio 2022.