Ενώ τα μέλη του ΝΑΤΟ και του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (ΣΣΚ, GCC) εξακολουθούν να παρουσιάζουν τη Συρία ως δικτατορία, η χώρα συνεχίζει τις μεταρρυθμίσεις της. Στις 3 Ιουνίου, θα εκλέξει τον πρόεδρό της, παρόλο που ο πόλεμος συνεχίζει σε ένα μέρος του εδάφους της για να την καταστρέψει. Η Δαμασκός κάνει ό, τι είναι δυνατόν για να εξασφαλίσει ότι αυτές οι εκλογές θα είναι δημοκρατικές και άμεμπτες, ενώ οι επιτιθέμενοι της έδωσαν οδηγίες στα μέσα ενημέρωσης τους να ελαχιστοποιήσουν την κάλυψη και στους τζιχαντιστές να τις ταράξουν.
Η έγκριση από το Συμβούλιο του Συριακού Λαού ενός νέου εκλογικού κώδικα έκανε υστερικές τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ και του ΣΣΚ.
Ακόμη και πριν ψηφιστεί, ο Λακντάρ Μπραχίμι (Lakhdar Brahimi) παρουσίασε τη δική του εκδοχή για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων της Γενεύης 2 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 14 Μαρτίου. Ολοκλήρωσε την ομιλία του λέγοντας: «Έχω πολύ σοβαρές αμφιβολίες για το γεγονός ότι οι προεδρικές εκλογές και μια άλλη θητεία 7 ετών για τον πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ θα θέσουν τέλος στην αβάσταχτη δυστυχία του συριακού λαού, θα σταματήσουν την καταστροφή της χώρας και να αποκαταστήσουν την αρμονία και την αμοιβαία εμπιστοσύνη στην περιοχή». [1]
Ποια μύγα είχε τσιμπήσει λοιπόν τον Ειδικό Εκπρόσωπο του Μπαν κι Μουν και του Ναμπίλ αλ-Αραβία;
Από τη μία πλευρά, θεωρούσε σίγουρη την εκλογή του Μπασάρ αλ-Άσαντ, ενώ ο ίδιος δεν είχε ακόμη λάβει απόφαση για την ενδεχόμενη υποψηφιότητά του, από την άλλη πλευρά, πως θα καθόρισαν οι προεδρικές εκλογές το τέλος του πολέμου;
Ο λόγος είναι ότι για το Λακντάρ Μπραχίμι, όπως και για τους εντολοδόχους του, το μοναδικό σημαντικό πράγμα είναι να επιτευχθεί μια νίκη του ΝΑΤΟ και του ΣΣΚ στη Συρία. Η θέση αυτή διευκρινίστηκε από τα επιμένοντα 11 κράτη από τα αρχικά 70 που συνιστώνται οι «Φίλοι της Συρίας» στη συνάντηση στο Λονδίνο στις 3 Απριλίου. Η τελική ανακοίνωση τους επικεντρώνεται στην καταγγελία των εκλογών ως «παρωδία της δημοκρατίας» για να «συνεχίσει την δικτατορία». [2]
Αλλά γιατί είναι «παρωδία» ένας εκλογικός κώδικας που αντιγράφηκε από όμοιο με εκείνο των μεγάλων ευρωπαϊκών εθνών;
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ζήτημα δεν αξίζει ούτε καν να συζητηθεί.
Η εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Jen Psaki, δήλωσε, στις 21 Απριλίου, ότι φτάνει να εξετάσουμε την ιστορία του Χάφεζ αλ Άσαντ για να συμπεράνουμε ότι ο γιος του Μπασάρ είναι εναντίον σε οποιεσδήποτε ελεύθερες εκλογές. [3]
Εκτός του ότι η Ουάσιγκτον δεν έκανε τέτοια καταγγελία στον ιδρυτή της σύγχρονης Συρίας, όταν υποστήριξε την απελευθέρωση του Κουβέιτ, από πότε καταδικάζεται ένας άνθρωπος βάση της συμπεριφοράς που αποδίδεται στον πατέρα του;
Το πράγμα είναι κατανοητό: οι Φίλοι της Συρίας έχουν δώσει οδηγίες στα μέσα ενημέρωσης τους για ελαχιστοποίηση της κάλυψης των εκλογών, αν όχι να τις αγνοήσουν παντελώς, και στους τζιχαντιστές εντολή τους να τις διαταράξουν.
Για τους «Φίλους της Συρίας", είναι αδύνατο να οργανωθούν αξιόπιστες εκλογές «στη μέση μιας σύγκρουσης, μόνο στις περιοχές που ελέγχονται από το καθεστώς, με εκατομμύρια Σύρους χωρίς δικαιώματα, που εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους ή σε στρατόπεδα προσφύγων». [4]
Αλλά τότε γιατί χαιρέτισαν ως εκ τούτου, τις προεδρικές εκλογές στο Αφγανιστάν (με το 40% των πολιτών να είναι πρόσφυγες στο εξωτερικό) και γιατί αναγνωρίζουν εκ των προτέρων το κύρος των εκλογών που θα λάβουν χώρα στην Ουκρανία;
Σύμφωνα με τα κράτη μέλη «Φίλοι της Συρίας» σε 45 εκατομμύρια Ουκρανοί, 2 εκατομμύρια ζουν στην Κριμαία «υπό στρατιωτική κατοχή της Ρωσίας» και άλλα 2 άλλα εκατομμύρια στη αυτοαποκαλούμενη «Λαϊκή Δημοκρατία του Ντόνετσκ» η οποία θα μποϊκοτάρει τις εκλογές.
Για να πούμε την αλήθεια, η μόνη διαφορά μεταξύ της ουκρανικής κατάστασης και της συριακής, είναι ότι οι νέες αρχές στο Κίεβο, αποτέλεσμα ενός πραξικοπήματος, επιλέχθηκαν από το ΝΑΤΟ, ενώ εκείνες της Δαμασκού είναι θύμα επίθεσης από το ίδιο.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Άσαντ έχει ήδη οργανώσει αρκετές πολυκομματικές εκλογές το 2012 και το 2013: δημοτικές εκλογές, δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα και βουλευτικές εκλογές.
Οι δύο πρώτες έγιναν με πολύ ικανοποιητικό τρόπο, αλλά οι τρίτες ήταν πιο προβληματικές: πρώτον, επειδή ήταν δύσκολο να διαχειριστούν οι εσωτερικά εκτοπισμένοι πληθυσμοί και, δεύτερον, επειδή τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν είχαν καμία εμπειρία και δεν κατάλαβαν σε πολλές περιπτώσεις ότι χρειάζονται συμμαχίες για να εκλεγείς.
Επιστροφή στη παρατήρηση των «Φίλων της Συρίας» για την αδυναμία διενέργειας εκλογών με τόσους πολλούς πρόσφυγες.
Εάν υπάρχουν τόσο πολλοί Σύροι εκτοπισμένοι στο εσωτερικό της χώρας, θα ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε πόσοι Σύροι έχουν διαφύγει τον πόλεμο στο εξωτερικό, παρόλο που όλοι θα έχουν την ευκαιρία να ψηφίσουν στα προξενεία τους. Τα Ηνωμένα Έθνη βεβαιώνουν ότι στους 22 εκατομμύρια πολίτες, 3,2 εκατομμύρια είναι στην Ιορδανία, το Λίβανο και την Τουρκία.
Αλλά αυτοί οι αριθμοί είναι ανεξέλεγκτοι κι όταν πηγαίνουμε στο Λίβανο, παρατηρούμε ότι οι περισσότεροι από τους «πρόσφυγες» δεν είναι πραγματικοί πρόσφυγες: υπήρξαν εκεί πριν από τον πόλεμο 560.000 Σύροι εργαζόμενοι μετανάστες. Ο νόμος τους απαγόρευε να φέρουν τις οικογένειές τους χωρίς άδεια εργασίας.
Σήμερα, μπορούν, παρακάμπτοντας αυτό το νόμο και ως εκ τούτου, προχωρούν στην οικογενειακή επανένωση με το πρόσχημα ότι είναι «πρόσφυγες». Επιπλέον, εισπράττουν 300 δολάρια το μήνα ανά ενήλικα από τον ΟΗΕ και συχνά περισσότερα από φιλανθρωπικά ιδρύματα. Καθώς είναι περήφανοι, συνεχίσουν να εργαστούν, αλλά στα μαύρα, γεγονός που τους επιτρέπει να ζήσουν με καλό βιοτικό επίπεδο (στο Λίβανο, 300 δολάρια το μήνα είναι ο μισθός ενός δασκάλου). Για να μην αναφέρουμε τους Σύρους, οι οποίοι με την υποστήριξη της κυβέρνησης τους, διασχίζουν τα σύνορα κάθε μήνα για να λάβουν τα κοινωνικά επιδόματα τους και στη συνέχεια επιστρέφουν στη πατρίδα τους. Δεν υπάρχουν ακριβή στατιστικά στοιχεία για να πει κανείς ποιοι είναι αυτοί οι «πρόσφυγες», διότι το Κίνημα Ρεύμα του Μέλλοντος του Σάαντ Χαρίρι αντιτέθηκε σε αυτό. Όπως στο παρελθόν με τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες, στηρίζεται στην εισροή Σύρων, κυρίως σουνιτών, έτσι ώστε να αλλάξει την δημογραφική ισορροπία του Λιβάνου υπέρ της θρησκευτικής τους κοινότητας.
Στην Τουρκία, η κατάσταση είναι ακόμη πιο διαστρεβλωμένη καθώς τα στρατόπεδα της Αλ Κάιντα ταξινομούνται ως «στρατόπεδα προσφύγων» και απαγορεύεται η πρόσβαση στον τύπο.
Παραμένουν οι όροι εκλεξιμότητας: το σύνταγμα [5], καθώς και ο εκλογικός κώδικας διευκρινίζουν ότι ένας υποψήφιος πρόεδρος θα πρέπει να είναι Σύρος πολίτης άνω των 40 ετών, να μη συσσωρεύσει ξένες υπηκοότητες, να έχει καθαρό ποινικό μητρώο, αν είναι παντρεμένος (η) θα πρέπει να είναι με Σύρια (-ο), να έχει την υποστήριξη 35 βουλευτών, να διαμένει στη χώρα για τουλάχιστον 10 χρόνια και να είναι μουσουλμάνος.
Αυτές οι δύο τελευταίες προϋποθέσεις δημιουργούν πρόβλημα: η διαμονή στη χώρα για 10 χρόνια είναι προφανές ότι σκοπεύει να εμποδίσει εξόριστους υποψηφίους που χρηματοδοτούνται από ξένα κράτη. Απαγορεύει de facto, την υποψηφιότητα των μελών του Εθνικού Συνασπισμού –από τα οποία ορισμένα δεν έχουν ζήσει ποτέ στη Συρία- που περίμεναν σε μεγάλα ξενοδοχεία στην Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι και της Ντόχα εδώ και τρία χρόνια.
Ο θρησκευτικός όρος είναι το τελευταίο απομεινάρι ενός θρησκευτικού καθεστώτος που επέζησε από το κόμμα Μπάαθ, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης του 2012.
Το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι το μόνο για το οποίο υφίσταται αυτή τη διάκριση, στο όνομα του Κορανίου που προδιαγράφει ότι τα κράτη με μουσουλμανική πλειοψηφία δεν μπορούν να κυβερνηθούν παρά από μουσουλμάνους ηγέτες [6].
Πέρα από το γεγονός ότι πρόκειται για παραλογισμό -αφού ο πληθυσμός είναι κυρίως μουσουλμανικός, είναι εκείνος, όχι το Σύνταγμα, που πρέπει να ερμηνεύσει αυτή την αρχή και να την σεβαστεί αν το θέλει- είναι και ένα σοβαρό πλήγμα για την ιθαγένεια των μη- -μουσουλμάνων. Στη συνταγματική μεταρρύθμιση του Φεβρουαρίου 2012, ενώ η οπλισμένη αντιπολίτευση ήταν αποκλειστικά ισλαμιστική και ενώ το ΝΑΤΟ και το ΣΣΚ πλήρωναν απλόχερα τις αποστασίες, ο πρόεδρος αλ-Άσαντ δεν τόλμησε να διακινδυνεύσει μια πιθανή σύγκρουση με το μουσουλμανικό κλήρο για αυτό το θέμα. Αυτή η συζήτηση παραμένει ανοικτή.
Εν πάση περιπτώσει, το να βάλεις υποψηφιότητα είναι μια ισχυρή πολιτική πράξη, εξαιρετικά επικίνδυνη σε μια χώρα που δέχεται επίθεση από το ΝΑΤΟ και το ΣΣΚ. Ο εκλογικός κώδικας διευκρίνισε ως εκ τούτου την ευθύνη του κράτους για τη διασφάλιση της ασφάλειας των υποψηφίων και τον αριθμό των αστυνομικών που θα διατεθούν για την προστασία τους.
Τέλος, ο νέος εκλογικός νόμος εγγυάται τα μέσα των υποψηφίων.
Ο καθένας θα λάβει ένα σημαντικό ποσό για την εκστρατεία του και θα έχει ίση πρόσβαση στα εθνικά μέσα ενημέρωσης. Ο Υπουργός Πληροφοριών έχει δώσει συγκεκριμένες οδηγίες για το σκοπό αυτό.
Θα είναι η πρώτη φορά που οι Σύροι θα παρακολουθήσουν τις εκστρατείες του κάθε υποψηφίου στις εφημερίδες, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση.
Τελικά, εάν εφαρμοστεί ο νέος εκλογικός κώδικας, οι προεδρικές εκλογές θα είναι δημοκρατικές, παρά τις ατέλειες επειδή ορισμένοι ψηφοφόροι δεν θα μπορέσουν να συμμετάσχουν λόγω της τζιχαντιστικής κατοχής ορισμένων περιοχών και επειδή οι Χριστιανοί δεν θα μπορέσουν να υποβάλουν υποψηφιότητα.
Ωστόσο, τα μέλη του ΝΑΤΟ και του ΣΣΚ δεν θα τις αναγνωρίσουν όσο η Συρία θα τους αντισταθεί.
[1] «Ενημέρωση σχετικά με τη Συρία από τον Λακντάρ Μπραχίμι στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών», από τον Λακντάρ Μπραχίμι, Voltaire Network, στις 14 Μαρτίου 2014.
[2] «Κοινή Δήλωση 11 χωρών για τη Συρία», Voltaire Network, 3 Απριλίου 2014.
[3] «Daily Press Briefing» από την Jen Psaki, Department of State, στις 21 Απριλίου 2014.
[4] ίδιο.
[5] «Το Σύνταγμα της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας 2012», Voltaire Network, 26 Φεβρουαρίου 2012.
[6] Δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί ο όρος μουσουλμάνος ως ένδειξη ότι οι ηγέτες πρέπει να ασπάζονται την θρησκεία του Μωάμεθ, αλλά σαν γεγονός ότι μοιράζουν την ίδια πίστη στην ενότητα του Θεού. Έτσι, το Κοράνι θεωρεί τον Εβραίο Αβραάμ ως «τον πρώτο των Μουσουλμάνων» (Σούρα 12, στίχος 78).