Η υποψηφιότητα του Εμμανουέλ Μακρόν δεν προορίζεται για το σχηματισμό ενός νέου κόμματος, «Οι Δημοκρατικοί» ενώπιον των «Ρεπουμπλικανών», όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται περισσότερο να δημιουργηθεί ένας κίνημα χωρίς αντικείμενο που θα επιτρέπει τη διατήρηση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. «Εμπρός!» λοιπόν προς τη διάλυση της Γαλλικής Δημοκρατίας για τη καταναλωτική παγκοσμιοποίηση.
Η δήλωση του Εμμανουήλ Μακρόν, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως «αντι-συστημικό» υποψήφιο, εξέπληξε τους Γάλλους, επειδή είχε διοριστεί αναπληρωτής γενικός γραμματέας των Ηλυσίων το 2012, έπειτα Υπουργός Οικονομίας, Βιομηχανίας και Πληροφορικής στην κυβέρνηση του Μανουέλ Βαλς ΙΙ το 2014. Εξάλλου, παραιτήθηκε απ΄ αυτή τη τελευταία θέση μόνο για να έχει τα χέρια ελευθέρα για να θέσει υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές. Ο αυτο-προσδιορισμός αυτός μας λέει όμως κάτι σημαντικό για την εξέλιξη της πολιτικής δομής. Το ότι ο Εμμανουήλ Μακρόν χωρίζει από το σύστημα των πολιτικών κομμάτων ως τρόπος διακυβέρνησης της χώρας είναι προφανές. Ως τόσο, αυτή η αποστασιοποίηση του έναντι των υπαρχόντων καθιερωμένων κομμάτων, δεν τον κάνει έναν αντι-συστημικό υποψήφιο, γιατί το «σύστημα» που εγκαθιδρύεται δεν είναι πλέον εκείνο των κόμματων, αλλά εκείνο μιας άμεσης πολιτικής διακυβέρνησης των εθνικών Κρατών από τους κυρίαρχους οικονομικούς παράγοντες και τις διεθνείς πολιτικές δομές.
Εξάλλου η παρέμβαση του «αντι-συστήματος» γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη κατά τη διεξαγωγή των γαλλικών εκλογών. Το σενάριο που ξεκίνησε από τον Φρανσουά Ολάντ επαναλαμβάνεται, μια υποψηφιότητα η οποία εμφανίζεται καταχάς ως πρόωρη, έπειτα η απροσδόκητη εξαφάνιση του ανταγωνιστή του, Ντομινίκ Στρος Καν, εναντίον του οποίου δεν είχε καμία τύχη. Αυτή τη φορά είναι ο υποψήφιος της δεξιάς Φρανσουά Φιγιόν, μεγαλειότατο φαβορί των προεδρικών εκλογών, που είδε την επιτυχία του να επηρεάζεται ξαφνικά από μια υπόθεση δήθεν πλασματική απασχόλησης η οποία υπήρχε εδώ και δεκαετίες, αλλά η οποία ανακαλύφθηκε ξαφνικά τώρα. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτές οι θεόσταλτες παρεμβάσεις, με σκοπό την αποκατάσταση της ηθικής ή των ηθών και παρεμπιπτόντως την εξαφάνιση της πολιτικής, επαναθέτουν στον αγώνα υποψήφιους που δεν έχουν καμία διάθεση να ξεχωρίζουν, ακόμα και μια τρίχα, από την αυτοκρατορική πολιτική. Οι πιο εύπλαστοι υποψήφιοι επωφελούνται από αυτές τις ενέργειες της μοίρας. Στην περίπτωση του Μακρόν, έχομε έναν υποψήφιο τελείως «ρευστός», χτισμένο εξ ολοκλήρου από το αντι-σύστημα και τα μίντια. Ως εκ τούτου ι, το «αντι-σύστημα» παρουσιάζεται προπαντός ως αναδιάρθρωση, από την κορυφή, της πολιτικής εκπροσώπησης.
Η προγραμματισμένη εκκαθάριση του ΣΚ
Η τοποθέτηση του υποψηφίου Μακρόν γράφεται σε μια ισχυρή τάση, ιδιαίτερα αισθητή στο γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, αυτή της αυτο-κατάρρευσης. Η υποψηφιότητά του έξω από το κόμμα, δεν ήταν παρά μόνο η τελευταία εκδήλωση μιας σειράς γεγονότων που δείξει μια εσωτερική βούληση μιας εσωτερικής εκκαθάρισης αυτής της δομής. Μήπως δεν είναι ο ίδιος Φρανσουά Ολάντ ο οποίος έλεγε ήδη το 2015: «Χρειαζόμαστε μια πράξη εκκαθάρισης. Χρειάζεται ένα χαρακίρι. Πρέπει να καταργήσουμε το ΣΚ για να δημιουργήσουμε το Κόμμα της Προόδου ». Ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς παρουσιάστηκε επίσης ως υποστηρικτής ενος «ρεπουμλικανικού μετώπου» για τη συγχώνευση των εκλογικών καταλόγων στις πρωτοβάθμιες περιφερειακές εκλογές όπου υπήρχε κίνδυνος να κερδίσει το Εθνικό Μέτωπο. Δεν πρέπει επομένως να εκπλαγείτε με την τελευταία δήλωσή του ότι θα ψηφίσει Εμμανουήλ Μακρόν, για να φράξει το δρόμο της άκρας δεξιάς.
Κληθείς από τον Ματέο Ρένζι στο πάρτι της Unità, ο Γάλλος πρωθυπουργός είχε δηλώσει επίσης: «Δεν υπάρχει εναλλακτική προοπτική στα αριστερά, η μόνη άλλη εναλλακτική είναι το Εθνικό Μέτωπο. Αυτό είναι, και τίποτα άλλο, που πρέπει να απασχολήσει τα μυαλά όλων των σοσιαλιστών ». Ή ακόμα, στο μικρόφωνο της BFM-TV: «Ο καθείς πρέπει να αναρωτηθεί: μήπως υπάρχει μια εναλλακτική πολιτική σε ό, τι κάνουμε; Ναι, υπάρχει, υπάρχει ό, τι προτείνει η ακροδεξιά ».
Η οργάνωση της νομιμοποίησης βασίζεται στη διεθνοποίηση ενός πολιτικού κόμματος, του Εθνικού Μετώπου, το οποίο όμως έγινε όμοιο μα τα άλλα, μετά το aggiornamento (μεταρρύθμιση) του από φασιστικό κόμμα σε όργανο του «καλλίτερου των κόσμων». Το πρόγραμμα δεν έχει πλέον σημασία, το μόνο που μετρά είναι η αυτοαποκαλούμενη και επικυρωμένη ικανότητα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, να αποτρέψει το Εθνικό Μέτωπο να έρθει στην εξουσία. Ο Μακρόν γράφεται σε αυτή τη πολιτική γραμμή. Αποτελεί το σημείο κατάληξης του . Αυτή η στάση του εξασφαλίζει τη νομιμότητά του και αφαιρεί κάθε αξιοπιστία από οποιαδήποτε άλλη υποψηφίοτητα.
Το τέλος του κομματικού συστήματος
Η τάση της διαγράφης του κομματικού συστήματος, ιδιαίτερα σαφής όσον αφορα το ΣΚ, επαληθεύεται επίσης στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ακόμη και αν η διαδικασία της αποσύνθεσης είναι λιγότερο προηγμένη και χρειάστηκε εξωτερική βοήθεια μέσω της έγκαιρης «υπόθεσης» Φιγιόν. Ωστόσο, η διαδικασία ήταν ήδη προχωρημένη, όπως φαίνεται από το σύστημα των «πρωτογενών» αρχαιρεσιών.
Ο υποψήφιος του κόμματος δεν ορίζεται πλέον από τα μέλη του, αλλά μπορεί να εκλέγεται από όλους, και ως εκ τούτου από τα μέλη ενός ανταγωνιστικού κόμματος. Ο υποψήφιος δεν είναι πλέον υποψήφιος ενός κόμματος, είναι, αλλά όλων των Γάλλων, ακόμα και των αντιπάλων του. Δεν ανταγωνίζονται πλέον πολιτικές οργανώσεις, αλλά απλές προσωπικότητες, όχι φορείς ενός προγράμματος, αλλά μιας εικόνας που διαμορφώνεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Από τη σύγκρουση των ιδεών, περνάμε στον ανταγωνισμό των εικόνων.
Βρισκόμαστε σε μια νέα διαμόρφωση των «πολιτικού σκηνικού», του χώρου της πολιτικής εκπροσώπησης. Περνάμε από ένα σύστημα οργανωμένο γύρω από ένα κυρίαρχο μαζικό κόμμα ή από μια δυαδική δομή δύο «εναλλακτικών» οργανώσεων, την αριστερά και τη δεξιά, σε μια μορφή διακυβέρνησης που εγκαταλείπει το κομματικό σύστημα και η οποία, στην πραγματικότητα, και στη γλώσσα, απορρίπτει το κάθε τι πολιτικό.
Μια κομματική κρίση ευνοούμενης αντιπροσώπευσης δεν αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στο γαλλικό πολιτικό τοπίο. Υπάρχουν πολλές ιστορικές αναφορές, μεταξύ των οποίων ο βοναπαρτισμός για την ίδρυση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, ή, πιο πρόσφατα, για τη δημιουργία της Πέμπτης Δημοκρατίας το 1958 από τον στρατηγό Ντε Γκωλ. Ωστόσο, το τρέχον φαινόμενο είναι διαφορετικό. Και τα δύο προαναφερόμενα παραδείγματα εμπίπτουν σε εξωτερικό πραξικόπημα ενώπιον της υφιστάμενης νομοθετικής εξουσίας. Σήμερα είμαστε μάρτυρες για μια εσωτερική διαδικασία αυτοδιάλυσης του συνόλου της Κρατικής δομής.
Αν χθες η κρίση αντιπροσώπευσης των κομμάτων οδήγησε σε πραγματική ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, σήμερα η αύξηση των προνομίων της καταλήγει σε μια καθαρά τυπική αύξηση της ισχύος της, γιατί δεν εργάζεται πλέον για λογαριασμό της, αλλά και για εκείνο των υπερεθνικών οργανισμών, ενδιάμεσων δομών της αυτοκρατορίας, όπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το υΣυμβούλιου της Ευρώπης ή του ΝΑΤΟ. Η εθνική εκτελεστική εξουσία, με συνεχή βιασμό του Κοινοβουλίου, εμφανίζεται ως απλό ρελέ. Ως εκ τούτου, το να μιλάμε για κρίση αντιπροσώπευσης των πολιτικών κομμάτων δεν είναι αρκετό. Δεν πρόκειται πλέον για ένα γεγονός που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση, αλλά για ένα γεγονός δομικής τάξης.
Υπεροχή της εικόνας
Το φαινόμενο της υποψηφιότητας Μακρόν αποκαλύπτει μια μετάλλαξη στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, ήτοι το τέλος κάθε διαμεσολάβησης της κοινωνίας των πολιτών. Τα διάφορα λόμπι εναποτίθενται στα κόμματα. Οι μεγάλες εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να υπερασπιστούν άμεσα τα συμφέροντά τους, κατά της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, χωρίς η απόφαση που θα λαμβάνεται να πάρει τη μορφή υπεράσπισης του συλλογικού συμφέροντος.
Με άλλα λόγια, η κυρίαρχη οικονομικά και πολιτικά τάξη γίνεται και η άρχουσα τάξη, αυτή που καταλαμβάνει την πρώτη γραμμή της «πολιτικής σκηνής», του χώρου της νομιμοποίησης. Η κυρίαρχη τάξη διαχειρίζεται άμεσα τα συμφέροντα της και προωθεί ανοιχτά τους υποψηφίους της. Η διαδικασία νομιμοποίησης αυτής της διαδικασίας δεν εμπίπτει πλέον στην αντιπροσώπευση, αλλά στο μάρκετινγκ, η πολιτική σκηνή συμπίπτει με εκείνη των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Η υποψηφιότητα Μακρόν είναι επομένως το σύμπτωμα μιας προηγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας, στην οποία οι κοινωνικές σχέσεις μεταμορφώθηκαν τελείως σε σχέσεις μεταξύ πραγμάτων, μεταξύ εμπορευμάτων. Οι διαφορές που εκφράζονται από τους διάφορους υποψηφίους περιορίζονται στο ανταγωνισμό των εικόνων, στον ανταγωνισμό των προϊόντων. Έτσι ο Μακρόν στέκεται εκτός γλώσσας. Ο καθένας μπορεί να βάλει ό, τι θέλει να ακούσει σε ό,τι λέγεται. Δεν μας ζητούν να συμφωνήσουμε με έναν λόγο, αλλά για να κοιτάξουμε την εικόνα του και να συγχωνευτούμε σε αυτή.
Δεν υπάρχει χώρος πλέον για την πολιτική και την αντιπαράθεση διαφορετικών απόψεων, αλλά για μια εγκατάλειψη της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής του, για να προσαρμοστούμε στις μόνιμες εξελίξεις των σχέσεων της παραγωγής και της ενισχυμένης ροής των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή στις απαιτήσεις, που ενισχύονται διαρκώς, της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
«Εμπρός» προς μια «σύγχρονη-ρευστή» κοινωνία
Όπως και μια απογραφή α-λα-Πρεβέρ δεν αποτελεί ένα πρόγραμμα, τίποτα δεν προσδιορίζεται. Στο όνομα της αναγκαίας προσαρμογής στην «νεωτερικότητα» προωθείται η τάση να δεχτούμε τα πάντα, να παραιτηθούμε από κάθε κοινωνικό κεκτημένο. Έτσι, όλες οι ελπίδες επιτρέπονται για τους χορηγούς, αφού δεν τίθεται κανένα όριο εκ των προτέρων για τις μελλοντικές απαιτήσεις τους.
Ο Μακρόν γράφεται σε μια ιδεολογία της «σύγχρονης-ρευστής κοινωνίας», όπως την σχεδίασε ο κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman, εκείνη της μόνιμης αλλαγής, προκειμένου να προσαρμοστεί στη ρευστότητα των πραγμάτων. Έτσι, η έλλειψη εσωτερικής συνοχής του «προγράμματος» φαίνεται θετική ως δυνατότητα συνεχούς προσαρμοστικότητας, ως ρευστότητα, a priori προϋπάρχουσα της συνείδησης των πραγμάτων, που επιτρέπει να ενσωματωθεί οποιαδήποτε μετάλλαξη. Η μεταρρύθμιση του εργατικού κώδικα που πραγματοποίησε η κυβέρνηση Ολάντ, στην οποία ο ίδιος ο Μακρόν κατείχε θέση-κλειδί, είναι ένα πρώτο βήμα. Να σπάζει την ισορροπία δυνάμεων και την δυνατότητα αντίστασης των εργαζομένων, είναι η προϋπόθεση για την επίτευξη μόνιμης προσαρμοστικότητας των εργαζομένων στις απαιτήσεις των εργοδοτών. Όχι μόνο είναι ο Εμμανουήλ Μακρόν η συνέχιση του έργου της απερχόμενης κυβέρνησης, αλλά το μεγεθύνει, δίνοντας του τη πραγματική του διάσταση, αυτή της «ρευστής κοινωνίας». Η τελευταία χαρακτηρίζεται από την απουσία συγκεκριμένου σχεδίου, εκτός ότι θα κυβερνήσει με ρεαλιστικό τρόπο. Αυτό το είδος της κυβερνησιμότητας δεν μπορεί παρά να δώσει ακόμα μεγαλύτερη θέση στους «ειδικούς-εμπειρογνώμονες», ενισχύοντας την ήδη ισχυρή τάση διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων με διατάγματα και με τη χρήση της διαδικασίας του άρθρου 49-3 [1], που ήδη χρησιμοποιήθηκε ευρέως από την απερχόμενη κυβέρνηση.
Εδώ, καμία εναλλακτική, το «εκτός συστήματος» περιορίζεται σε μια ισχυριζόμενη ικανότητα προσαρμοστικότητας σε κάθε κοινωνική μετάλλαξη. Η εκφραζόμενη ρευστότητα αντικατοπτρίζεται στο ίδιο το όνομα του κινήματος του «Εμπρός!», μια αποστροφή που δεν διευκρινίζει προς τα πού κατευθύνεται, αλλά που μας λέει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε αντίσταση ενάντια στην οικονομική-πολιτική μηχανή.
[1] Το άρθρο 49 παράγραφος 3 του Συντάγματος, για τη λεγόμενη «δέσμευση ευθύνης», επιτρέπει στην κυβέρνηση να περάσει το κείμενο που παρουσιάζει, χωρίς ψηφοφορία, υπό τη κάλυψη της απόρριψης της πρότασης μομφής που η αντιπολίτευση πρέπει να καταθέσει τύποις, με ελάχιστη ελπίδα επιτυχίας.