Για τον Τιερί Μεϊσάν, ο τρόπος με τον οποίο η Γερμανία και η Γαλλία αρνούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο το δικαίωμα να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει ότι η τελευταία δεν είναι απλώς ένας ζυγός. Μαρτυρεί επίσης ότι οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να είναι τόσο αδιάφοροι με τους γείτονές τους, όσο ήταν κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Προφανώς, έχασαν κατά νου ότι η διακυβέρνηση δεν είναι απλά να υπερασπιστείς τα συμφέροντα της χώρας σου βραχυπρόθεσμα, είναι επίσης να σκεφτείς μακροπρόθεσμα και να αποτρέψεις τις συγκρούσεις με τους γείτονές σου.
Οι λαοί μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν φαίνονται να συνειδητοποιήσουν τα σύννεφα που συσσωρεύονται πάνω από τα κεφάλια τους. Έχουν εντοπίσει τα σοβαρά προβλήματα της ΕΕ, αλλά τα αντιμετωπίζουν επιπόλαια και δεν καταλαβαίνουν το τι διακυβεύεται με τη βρετανική απόσχιση, το Μπρέξιτ.
Βυθίζονται αργά σε μια κρίση που μπορεί να μην έχει άλλη εναλλακτική λύση παρά τη βία.
Η προέλευση του προβλήματος
Στη διάρκεια της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, τα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας συμφώνησαν να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις των ΗΠΑ και να ενσωματώσουν τα Κράτη της Κεντρικής Ευρώπης, παρότι τα τελευταία δεν τηρούσαν καθόλου τα λογικά κριτήρια προσχώρησης. Με αυτή την ορμή, ενέκριναν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία μετατόπισε το ευρωπαϊκό σχέδιο οικονομικού συντονισμού των ευρωπαϊκών κρατών σε ένα υπερεθνικό κράτος. Επρόκειτο να δημιουργηθεί ένα τεράστιο πολιτικό μπλοκ, το οποίο, υπό τη στρατιωτική προστασία των Ηνωμένων Πολιτειών, θα το έφερνε στο δρόμο προς την ευημερία.
Αυτό το υπερ-κράτος δεν έχει τίποτα το δημοκρατικό. Διοικείται από ένα σώμα ανωτέρων υπαλλήλων, την Επιτροπή, τα μέλη των οποίων διορίζονται ένα προς ένα από τον κάθε αρχηγό κράτους ή κυβέρνησης. Ποτέ στην ιστορία δεν λειτουργεί μια αυτοκρατορία με αυτόν τον τρόπο. Πολύ σύντομα, το μοντέλο ισοτιμίας της Επιτροπής γέννησε μια γιγαντιαία ισομερής γραφειοκρατία, στην οποία ορισμένα κράτη είναι «πιο ίσα από άλλα».
Το υπερεθνικό σχέδιο αποδείχτηκε ακατάλληλο για τον μονοπολικό κόσμο. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα προερχόταν από την πολιτική πλευρά του σχεδίου Marshall, του οποίου το ΝΑΤΟ ήταν η στρατιωτική πλευρά.
Οι δυτικοευρωπαϊκές αστικές τάξεις, που ανησυχούσαν για το σοβιετικό μοντέλο, το είχαν υποστηρίξει από του συνέδριου που συγκεντρώθηκε από τον Winston Churchill στη Χάγη το 1948. Δεν είχαν κανένα συμφέρον πλέον να συνεχίσουν αυτή τη πορεία μετά την εξαφάνιση της ΕΣΣΔ.
Τα πρώην κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας δίσταζαν να ενταχθούν στην Ένωση ή να συμμαχήσουν άμεσα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για παράδειγμα, η Πολωνία αγόρασε αμερικανικά αεροπλάνα που χρησιμοποίησε στο Ιράκ με τα κεφάλαια που της παρείχε η ΕΕ για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας της.
Εκτός από τη δημιουργία αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας, η Συνθήκη του Μάαστριχτ δημιούργησε μοναδικά νόμισμα και εξωτερική πολιτική. Όλα τα κράτη μέλη έπρεπε να υιοθετήσουν το ευρώ αμέσως μόλις τους το επέτρεπε η εθνική τους οικονομία. Μόνο η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, που οσφρανθήκαν τα προβλήματα που θα προκαλούνταν, έμειναν στην άκρη. Η εξωτερική πολιτική φαινόταν αυτονόητη σε έναν κόσμο που είχε γίνει μονοπολικό και κυριαρχημένο από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Δεδομένων των διαφορών στη ζώνη του ευρώ, τα μικρά κράτη θα πέσουν θύματα του μεγαλύτερου, της Γερμανίας. Το ενιαίο νόμισμα, το οποίο, κατά την εισαγωγή του, προσαρμόστηκε στο δολάριο, μετατράπηκε σταδιακά σε μια διεθνοποιημένη εκδοχή του γερμανικού μάρκου. Ανίκανες να ανταγωνιστούν, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Ισπανία χαρακτηρίστηκαν συμβολικά ως PIGS ("χοίροι") από τους επενδυτές. Ενώ το Βερολίνο λεηλατούσε τις οικονομίες τους, πρότεινε στην Αθήνα να αποκαταστήσει την δικιά της αν παραχωρούσε μέρος της επικράτειάς του.
Αποδείχθηκε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ επιδίωκε τη συνολική οικονομική της ανάπτυξη, ξεπεράστηκε από άλλα κράτη, των οποίων η οικονομική ανάπτυξη ήταν πολλαπλάσια πιο γρήγορη. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ήταν ένα πλεονέκτημα για τα πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, είχε γίνει πλήγμα για τους Δυτικοευρωπαίους.
Μαθαίνοντας από αυτή την αποτυχία, το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να αποσυρθεί από αυτό το υπερ-κράτος (Μπρέξιτ) για να ενώσει τις δυνάμεις του με τους ιστορικούς του εταίρους της Κοινοπολιτείας και, ει δυνατόν, με την Κίνα. Η Επιτροπή φοβήθηκε ότι το βρετανικό παράδειγμα θα ανοίξει το δρόμο για περαιτέρω ανακλήσεις, τη διατήρηση της κοινής αγοράς αλλά στο τέλος της Ένωσης. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να θέσει αποτρεπτικούς όρους αποχώρησης.
Τα εσωτερικά προβλήματα του Ηνωμένου Βασιλείου
Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπηρετώντας τα συμφέροντα των πλουσίων ενάντια στους φτωχούς, οι Βρετανοί αγρότες και εργάτες ψήφισαν για να φύγουν από αυτή, ενώ ο τριτογενής τομέας ήθελε να μείνει εκεί.
Αν, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η βρετανική κοινωνία διαθέτει μια υψηλή αστική τάξη που οφείλει τον εμπλουτισμό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει, σε αντίθεση με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, μια ισχυρή αριστοκρατία. Η τελευταία διέθετε πριν από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο όλα τα οφέλη που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά επίσης και μια ευημερία, την οποία δεν μπορεί πλέον να ελπίζει από τις Βρυξέλλες. Ως εκ τούτου, η αριστοκρατία ψήφισε υπέρ του Μπρέξιτ εναντίον της υψηλής αστικής τάξης, ανοίγοντας μια κρίση στο κόρφο της άρχουσας τάξης.
Εντέλει, η επιλογή της Τερέζα Μέι ως πρωθυπουργού υποτίθεται ότι θα διαφύλαγε τα συμφέροντα των μεν και των δε ("Global Britain"). Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν καθόλου όπως είχαν προγραμματιστεί.
– Πρώτον, η κα Μέι απέτυχε να επιτύχει μια προνομιακή συμφωνία με την Κίνα και έχει δυσκολίες με την Κοινοπολιτεία, με την οποία οι δεσμοί έχουν λασκάρει με την πάροδο του χρόνου.
– Δεύτερον, αντιμετωπίζει μια δυσκολία με τις σκωτσέζικη και τις ιρλανδική μειονότητες της, ιδίως επειδή η πλειοψηφία της περιλαμβάνει Ιρλανδούς προτεστάντες που επιμένουν για τα προνόμιά τους.
– Περεταίρω, αντιμετωπίζει την τυφλή αδιαλλαξία του Βερολίνου και των Βρυξελλών.
– Τέλος, πρέπει να αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση της "ειδικής σχέσης" που δέσμευε τη χώρα της στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το πρόβλημα που αποκαλύφθηκε από την εφαρμογή του Μπρέξιτ
Μετά από ανεπιτυχείς τροποποιήσεις των συνθηκών, το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε δημοκρατικά υπέρ του Μπρέξιτ στις 23 Ιουνίου 2016. Η υψηλή αστική τάξη, που δεν το πίστευε, προσπάθησε αμέσως να θέσει αυτή την επιλογή υπό αμφισβήτηση. Υπήρξε λόγος για τη διοργάνωση δεύτερου δημοψηφίσματος όπως συνέβη με τη Δανία για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Καθώς αυτό φαινόταν αδύνατο, διακρίνουμε από τότε και στο εξής ένα "σκληρό Μπρέξιτ" (χωρίς νέες συμφωνίες με την ΕΕ) από ένα "μαλακό Μπρέξιτ" (με τη διατήρηση διαφόρων δεσμεύσεων). Ο Τύπος βεβαιώνει ότι το Μπρέξιτ θα είναι μια οικονομική καταστροφή για τους Βρετανούς. Στη πραγματικότητα, οι μελέτες που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος και επομένως σε αυτή τη συζήτηση, δείχνουν ότι τα δύο πρώτα χρόνια της αποχώρησης της Ένωσης θα είναι χρόνια ύφεσης, αλλά ότι το Ηνωμένο Βασίλειο σύντομα θα ξεκινήσει και θα ξεπεράσει την Ένωση. Η αντίθεσή στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος - και κατά συνέπεια στη λαϊκή βούληση - καταφέρνει να καθυστερίσει την εφαρμογή του. Η κοινοποίηση της βρετανικής απόσυρσης δεν υποβλήθηκε από την κυβέρνηση στην Επιτροπή παρά μόνο με καθυστέρηση εννέα μηνών, στις 29 Μαρτίου 2017.
Στις 14 Νοεμβρίου 2018 – ήτοι δύο χρόνια και τέσσερις μήνες μετά το δημοψήφισμα - η Τερέζα Μέι παραδίδεται και αποδέχεται μια κακή συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ωστόσο, όταν την παρουσιάζει στην κυβέρνησή της, παραιτούνται επτά από τους υπουργούς της, συμπεριλαμβανομένου εκείνου υπεύθυνου για το Μπρέξιτ. Προφανώς αγνοούσε στοιχεία του κείμενου που του απέδωσε η πρωθυπουργός.
Αυτό το έγγραφο περιλαμβάνει μια διάταξη που είναι εντελώς απαράδεκτη για οποιοδήποτε κυρίαρχο κράτος. Καθιερώνει μια μεταβατική περίοδο, η διάρκεια της οποίας δεν καθορίζεται, κατά την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα θεωρείται πλέον μέλος της ΕΕ, αλλά θα αναγκαστεί να εφαρμόσει τους κανόνες της, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θα εγκριθούν σε αυτή τη περίοδο.
Πίσω από αυτή τη πονηριά κρύβονται η Γερμανία και η Γαλλία.
Μόλις έγινε γνωστό το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, η Γερμανία συνειδητοποίησε ότι το Μπρέξιτ θα προκαλούσε πτώση δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ από το δικό της ΑΕΠ. Επομένως, η κυβέρνηση Μέρκελ δεν προσπάθησε να προσαρμόσει την οικονομία της, αλλά σαμποτάρισε την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση.
Όσον αφορά τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν, εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή υψηλή αστική τάξη. Ως εκ τούτου, εναντιώνεται κατά φύση στο Μπρέξιτ.
Οι άνδρες πίσω από τις πολιτικές
Η καγκελάριος Μέρκελ μπορούσε να βασιστεί στον πρόεδρο της Ένωσης, τον Πολωνό Ντόναλντ Τουσκ. Ο τελευταίος δεν βρίσκεται σε αυτή τη θέση επειδή ήταν πρώην πρωθυπουργός της χώρας του, αλλά για δύο λόγους: κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η οικογένειά του που ανήκει στην κασούβια μειονότητα έκανε την επιλογή των Ηνωμένων Πολιτειών κατά της Σοβιετικής Ένωσης και, από την άλλη πλευρά, είναι φίλος από της παιδικής ηλικίας της Άνγκελας Μέρκελ.
Ο Τσούκ ξεκίνησε θέτοντας το ζήτημα της βρετανικής δέσμευσης στα πολυετή προγράμματα που ενέκρινε η Ένωση. Εάν το Λονδίνο επρόκειτο να καταβάλει αυτό που είχε υποσχεθεί να χρηματοδοτήσει, δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει την Ένωση χωρίς να καταβάλει ένα τέλος εξόδου μεταξύ 55 και 60 δισεκατομμυρίων λιρών.
Ο πρώην Γάλλος Υπουργός και Επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ διορίζεται αρχηγός διαπραγματευτής με το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Μπάρνιέ έχει ήδη έντονους εχθρούς στο Σίτυ το οποίο κακομεταχειρίστηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008. Επιπλέον, οι βρετανοί επενδυτές ονειρεύονται να διαχειρίζονται τη μετατρεψιμότητα του κινεζικού γιουάν σε ευρώ.
Ο Μπαρνιέ δέχεται ως βοηθός την Γερμανίδα Sabine Weyand. Στην πραγματικότητα είναι αυτή που οδηγεί τις διαπραγματεύσεις με την αποστολή να αποτύχουν.
Ταυτόχρονα, ο άνθρωπος που «έκανε» την καριέρα του Εμμανουέλ Μακρόν, ο πρώην επικεφαλής της Επιθεώρησης του υπουργείου Οικονομικών, Jean-Pierre Jouyet, διορίζεται πρέσβης της Γαλλίας στο Λονδίνο. Ένας φίλος του Μπαρνιέ με τον οποίον χειρίστηκε τη νομισματική κρίση του 2008. Για να εκτροχιάσει το Μπρέξιτ, ο Jouyet βασίζεται στον συντηρητικό ηγέτη της αντιπολίτευσης στην Τερέζα Μέι, τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων στη Βουλή των Κοινοτήτων, συνταγματάρχη Tom Tugendhat.
Ο Jouyet επιλέγει ως βοηθό στη γαλλική πρεσβεία στο Λονδίνο, την σύζυγο του Tugendhat, την Γαλλίδα Anissia Tugendhat, απόφοιτη της γαλλικής κρατικής σχολής διοίκησης.
Η κρίση κρυσταλλώνεται κατά τη σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Σάλτσμπουργκ το Σεπτέμβριο του 2018. Η Τερέζα Μέι παρουσιάζει τη συναίνεση την οποία κατάφερε να δημιουργήσει στη χώρα της την οπία πολλοί άλλοι θα έκαναν καλά να πάρουν για παράδειγμα: το σχέδιο της Ντάμα ( να διατηρηθεί μόνο η κοινή αγορά μεταξύ των δύο οντοτήτων, αλλά όχι η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, να μη υποκύψει πλέον στην ευρωπαϊκή διοικητική δικαιοσύνη του Λουξεμβούργου). Ο Ντόναλντ Τουσκ το απορρίπτει βίαια.
Ένα βήμα πίσω είναι απαραίτητο εδώ. Οι συμφωνίες που τερμάτισαν την εξέγερση του ΙΡΑ ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία δεν έλυσαν τα αίτια της σύγκρουσης. Η ειρήνη δημιουργήθηκε μόνο επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση επέτρεψε την κατάργηση των συνόρων μεταξύ των δύο Ιρλανδίων. Ο Τουσκ απαιτεί, για να αποφευχθεί η επιστροφή αυτού του εθνικού απελευθερωτικού πολέμου, η Βόρεια Ιρλανδία να παραμείνει στη Τελωνειακή Ένωση. Αυτό συνεπάγεται τη δημιουργία συνόρων ελεγχόμενων από την Ένωση, κόβοντας το Ηνωμένο Βασίλειο στα δύο, χωρίζοντας τη Βόρειο Ιρλανδία από την υπόλοιπη χώρα.
Κατά τη δεύτερη σύνοδο του Συμβουλίου, μπροστά σε όλους τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, ο Τουσκ έκλεισε την πόρτα στο πρόσωπο της Μάη, αφήνοντάς την μόνη της έξω. Μια δημόσια ταπείνωση που δεν μπορεί να παραμείνει χωρίς συνέπειες.
Σκέψεις για την απόσχιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Όλη αυτή η μικρή κουζίνα πιστοποιεί την ικανότητα των ευρωπαίων ηγετών για ανταλλαγή. Φαίνονται να σέβονται τους κανόνες της αμεροληψίας και να αποφασίζουν συλλογικά για τον αποκλειστικό σκοπό της εξυπηρέτησης του γενικού συμφέροντος (ακόμη και αν η αντίληψη αυτή αμφισβητείται μόνο από τους Βρετανούς). Στην πραγματικότητα, ορισμένοι υπερασπίζονται τα συμφέροντα της χώρας τους εις βάρος των εταίρων τους και άλλοι εκείνων της κοινωνικής τάξης τους εις βάρος όλων των άλλων. Το χειρότερο είναι φυσικά ο εκβιασμός που ασκείται εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου: να υποτάσσεται στις οικονομικές συνθήκες των Βρυξελλών αλλιώς θα αναζωογονήσουν τον πόλεμο της ανεξαρτησίας της Βόρειας Ιρλανδίας.
Αυτή η συμπεριφορά δεν μπορεί παρά μόνο να οδηγήσει στην αφύπνιση των ενδοευρωπαϊκών συγκρούσεων που προκάλεσαν τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, συγκρούσεις που η Ένωση έχει κρύψει στην επικράτειά της, αλλά οι οποίες δεν έχουν επιλυθεί και παραμείνουν εκτός της Ένωσης.
Έχοντας επίγνωση ότι παίζουν με τη φωτιά, ο Εμανουέλ Μακρόν και η Άγκελα Μέρκελ μίλησαν ξαφνικά για τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού στρατού, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου. Ασφαλώς, αν οι τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ενωθούν στρατιωτικά, το πρόβλημα θα λυθεί. Αλλά αυτή η συμμαχία είναι αδύνατη επειδή δεν μπορείς να χτίσει έναν στρατό πριν να αποφασίσεις ποιος θα είναι ο ηγέτης.
Ο αυταρχισμός του υπερεθνικού κράτους έγινε τέτοιος ώστε, κατά τις διαπραγματεύσεις του Μπρέξιτ, δημιούργησε άλλα τρία μέτωπα. Η Επιτροπή έχει κινήσει δύο διαδικασίες επιβολής κυρώσεων κατά της Πολωνίας και της Ουγγαρίας (κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου), οι οποίες κατηγορούνται για συστημικές παραβιάσεις των αξιών της Ένωσης. διαδικασίες οι οποίες αποσκοπούσαν να τεθούν αυτά τα δύο κράτη στην ίδια κατάσταση που βρίσκεται το Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη μεταβατική περίοδο: να υποχρεωθούν να σέβονται τους κανόνες της Ένωσης χωρίς να είναι σε θέση να τους προσδιορίσουν. Περεταίρω, ανυπόφορο από τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις στην Ιταλία που έρχονται σε αντίθεση με την ιδεολογία του, το υπερεθνικό κράτος αρνείται στη Ρώμη το δικαίωμα να διαθέτει ίδιο προϋπολογισμό της για να πραγματοποιήσει τη δική της πολιτική.
Η κοινή αγορά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είχε επιτρέψει την επιβουλή της ειρήνης στη Δυτική Ευρώπη. Ο διάδοχός της, η Ευρωπαϊκή Ένωση, καταστρέφει αυτή την κληρονομιά και αντιπαραθέτει τα ίδια τα μέλη της το ένα κατά των άλλων.