Η ξαφνική αντιστροφή της θέσης των Ηνωμένων Εθνών τη παραμονή της Διάσκεψης της Γενεύης 2 προκάλεσε κατάπληξη.Η Ουάσιγκτον δεν διεκδικεί πια μια μετάβαση μεταξύ πόλεμου και την ειρήνης, αλλά και μεταξύ της Συρίας του Μπασάρ αλ-Άσαντ και της επόμενης που θα κυριαρχηθεί από τη Σαουδική Αραβία. Για τον Τιερί Μεϊσάν (Thierry Meyssan), αυτή η μεταστροφή σκόπευε να εστιάσει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης σχετικά προς τη Συρία, ενώ διαπραγματεύεται μυστικά το κυριότερο διακύβευμα των ΗΠΑ: η Παλαιστίνη.
Ο καθένας αναρωτήθηκε για τους λόγους που εμπόδισαν τις Ηνωμένες Πολιτείες για την εφαρμογή, από τον Ιούνιο του 2012, της συμφωνίας με τη Ρωσία στη Γενεύη. Ο καθένας μπόρεσε και είδε την αναβλητικότητα της Ουάσιγκτον και τις αντιφάσεις στις δηλώσεις του Τζον Κέρι. Ο καθένας θυμάται την διαλλακτική εξέλιξη του λόγου του μετά την κρίση των Χημικών Όπλων και τη σύγκληση της Γενεύης 2, ακολουθούμενη με καθολική έκπληξη της δήλωσης των «Φίλων της Συρίας» [1] και της εναρκτήριας ομιλίας του στο Μοντρέ (Montreux) [2] θέτοντας ξαφνικά ως μοναδικό στόχο την αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό, κατά παράβαση των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν, προκαλώντας την αποτυχία της διάσκεψης. Χωρίς να αναφέρουμε το μόνο χρώμα της αντιπροσωπείας της «συριακής αντιπολίτευσης» σύνθεση και την ακύρωση in extremis της πρόσκλησης του Ιράν.
Για σχεδόν τρία χρόνια, η Ουάσινγκτον κατηγορεί καθημερινά τον Μπασάρ αλ-Άσαντ για τα χειρότερα εγκλήματα χωρίς να είναι σε θέση να εξηγήσει την αυξανόμενη υποστήριξη των Σύρων στους θεσμούς τους (μεταξύ το 60 και 88% ανάλογα με τις εκτιμήσεις). Αλλά εδώ και μια εβδομάδα, καταγγέλλει μια φράξια της «συριακής αντιπολίτευσης» κατηγορώντας την για σχεδιασμό επιθέσεων εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών.
Όπως κάθε χρόνο, ο διευθυντής της Εθνική Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ James Clapper ακούστηκε από την επιτροπή πληροφοριών της Γερουσίας τη Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014, για να παρουσιάσει μια περίληψη των απειλών που υφίστανται για την «Αμερική» [3]. Σχετικά με τη Συρία, έδωσε αυθαίρετα στοιχεία σχετικά με τη σύνθεση των ενόπλων "ανταρτικών" στρατών, παρουσιάζοντας τους ως το 80% να είναι μέτριοι, και ως εκ τούτου κατάλληλοι για να λαμβάνουν στρατιωτική βοήθεια όπως ψηφίστηκε από το Κογκρέσο κατά τη διάρκεια της μυστικής συνεδρίασης του [4]. Προπαντός, τόνισε ότι η χώρα έχει γίνει ένας μαγνήτης που ελκύει όλους τους τρομοκράτες του πλανήτη. Δημιούργησε την έκπληξη δηλώνοντας ότι ορισμένοι από αυτούς ετοιμάζονται να επιτεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τη Κυριακή 2 Φεβρουαρίου, 2014, δεκαπέντε Αμερικανοί γερουσιαστές συνάντησαν τον υπουργό εξωτερικών Τζον Κέρι στο περιθώριο της διάσκεψης για την ασφάλεια στο Μόναχο. Δύο από τους συμμετέχοντες, οι Τζον Μακέιν και Λίντσεϊ Γκράχαμ, ανέφεραν το περιεχόμενο των συζητήσεων σε τρεις δημοσιογράφους, τους Fred Hiatt της Washington Post [5], Jeffrey Goldberg από τη Bloomberg [6] και Josh Rogin της The Daily Beast [7]. Σύμφωνα με τους τελευταίους, ο υπουργός εξωτερικών αναγνώρισε ότι η Ουάσιγκτον απέτυχε στη Συρία και φέρεται να έχει δηλώσει ότι παρέδωσε θανατηφόρα όπλα σε ορισμένους «αντάρτες».
Οι εκπρόσωποι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τζένιφερ Ψάκι (Jennifer Psaki), και του Λευκού Οίκου, Jay Carney έσπευσαν να αντικρούσουν τους δύο γερουσιαστές. Αλλά κανείς δεν είναι αφελής: ο δημοκρατικός υπουργός εξωτερικών, δύο ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές και τρεις σιωνιστές δημοσιογράφοι προετοιμάζουν την κοινή γνώμη για μια πολιτική στροφή.
Στις 4 Φεβρουαρίου, η Washington Post δημοσίευσε ένα ανυπόγραφο πρωτοσέλιδο με έκκληση για επανεξέταση της πολιτικής των ΗΠΑ που έχει αποτύχει στη Συρία [8]. Η εφημερίδα καταλήγει: «Με ή χωρίς δράση των Ηνωμένων Εθνών, είναι καιρός για την κυβέρνηση Ομπάμα να ελέγξει τα εγκλήματα που χρεώνονται στο καθεστώς και την αυξανόμενη απειλή [που αποδίδεται από τις ΗΠΑ,] της Αλ-Κάιντα. Όπως δήλωσε ο κ. Κέρι, για την ώρα, δεν υπάρχει απάντηση».
Τι πρέπει να καταλάβουμε;
Πριν περισσότερο από ένα χρόνο, δημοσίευσα στο εβδομαδιαίο ρωσικό πολιτικό περιοδικό Odnako ένα εκτενές άρθρο σχετικά με τα κυριότερα άρθρα της μυστικής συμφωνίας μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Μόσχας για τη Μέση Ανατολή [9]. Επισήμανα ότι για το Λευκό Οίκο, το σημαντικό στην περιοχή δεν ήταν πλέον το πετρέλαιο ούτε η Συρία, αλλά το Ισραήλ. Ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν πρόθυμος να παραιτηθεί από μέρος της Δυτικής επιρροής στη Μέση Ανατολή, σε αντάλλαγμα μιας ρωσικής εγγύησης για την προστασία του «εβραϊκού κράτους».
Έγραφα: «Μόλις σταθεροποιηθεί η Συρία, ένα διεθνές συνέδριο θα πραγματοποιηθεί στη Μόσχα για μια συνολική ειρήνη μεταξύ του Ισραήλ και των γειτόνων του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν ότι δεν είναι δυνατόν να διαπραγματευτεί μια ξεχωριστή ειρήνη μεταξύ του Ισραήλ και της Συρίας, διότι οι Σύροι απαιτούν πρώτα μια λύση για την Παλαιστίνη στο όνομα του Αραβισμού (Arabism). Αλλά δεν είναι δυνατόν επίσης να διαπραγματευτεί μια ειρήνη με τους Παλαιστίνιους, επειδή οι τελευταίοι είναι εξαιρετικά διχασμένοι, εκτός εάν η Συρία αναλάβει να τους αναγκάσει να σεβαστούν μια συμφωνία της πλειοψηφίας. Επομένως, οποιαδήποτε διαπραγμάτευση θα πρέπει να είναι ολική με το μοντέλο της Διάσκεψης της Μαδρίτης (1991).
Σε αυτή την περίπτωση, το Ισραήλ θα αποσυρθεί, όσο το δυνατόν, στα σύνορα του 1967. Τα Παλαιστινιακά Εδάφη και η Ιορδανία θα συγχωνεύονται για να σχηματίσουν το μόνιμο παλαιστινιακό κράτος. Η κυβέρνησή του θα ανατεθεί στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, γεγονός το οποίο θα κατασειόταν η λύση αποδεκτή στα μάτια των σημερινών αραβικών κυβερνήσεων.
Στη συνέχεια, τα υψώματα του Γκολάν θα επιστραφούν στη Συρία σε αντάλλαγμα της εγκατάλειψης της Θάλασσας της Γαλιλαίας, σύμφωνα με το σχέδιο που είχε προταθεί κάποτε στις διαπραγματεύσεις του Shepherdstown (1999). Η Συρία θα εγκυόταν το σεβασμό των συνθηκών για τη ιορδανοπαλαιστινιακή πλευρά».
Επομένως, κατά πάσα πιθανότητα, η αργοπορία των ΗΠΑ να εφαρμόσουν τις δεσμεύσεις τους όπως και τις τρέχουσες αντιφάσεις τους, και η ανακοίνωση τους για μια επερχόμενη αλλαγή στην πολιτική τους, αντανακλούν τη δυσκολία τους να προχωρήσουν ταυτόχρονα το παλαιστινιακό ζήτημα.
Αυτή τη προτεραιότητα υπογράμμισε εξάλλου ο Τζον Κέρι κατά τη διάρκεια της δημόσιας συνέντευξης ερωτήσεων-απαντήσεων με τον πρέσβη Wolfgang Ischinger στη διάσκεψη του Μονάχου, την 1η Φεβρουαρίου.
Δήλωσε: «Όλοι έχουμε ένα ισχυρό, ισχυρό ενδιαφέρον για την επίλυση αυτής της σύγκρουσης.Όπου κι πηγαίνω στον κόσμο, όπου κι να πάω, -σας το υπόσχομαι, χωρίς υπερβολή, είτε στην Άπω Ανατολή, την Αφρική, είτε στη Λατινική Αμερική- μία από τις πρώτες ερωτήσεις στο στόμα ενός Υπουργού Εξωτερικών,ενός πρωθυπουργού ή ενός πρόεδρου είναι: «Παιδιά, τι μπορείτε να κάνετε για να βοηθήσετε στον τερματισμό της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης; » [10].
Τον Ιούλιο του 2013, ο Τζον Κέρι επιβλήθηκε στα δύο μέρη να διαπραγματευθούν την ειρήνη σε 9 μήνες (δηλαδή πριν από το τέλος του Απριλίου 2014). Η απαίτηση αυτή άφησε αμηχανία: γιατί να τεθεί προθεσμία σε μια ειρηνευτική διαδικασία που ποτέ δεν γνώρισε τέτοιο όρο για τα τελευταία 65 χρόνια; Εκτός αν κάποιος θεωρεί ότι η ειρήνη στην Παλαιστίνη συνδέεται με αυτή της Συρίας.
Απευθυνόμενος στο κοινοβούλιο, ο Πρωθυπουργός της Ιορδανίας Αμπντουλάχ Ενσούρ (Abdullah Ensour) παρουσίασε στις 2 Φεβρουαρίου την κατάσταση των διαπραγματεύσεων [11]]], δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι, για μία φορά και σε εξασφάλιση της σοβαρότητας των συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα κεκλεισμένων των θυρών και σχεδόν τίποτα δεν διαρρέει στον Τύπο [12]. Με την ευκαιρία αυτή, διευκρίνισε τη θέση του βασιλείου [13].
Έτσι, ο Αμπντουλάχ Ενσούρ, πρώην στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ, σκόπευε να διασφαλίσει τα συμφέροντα της χώρας του, που αρχικά ιδρύθηκε από τους Βρετανούς για την επίλυση του παλαιστινιακού προβλήματος. Η Ιορδανία είναι έτοιμη να απορροφήσει τους Παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης και της Γάζας σε μια ομοσπονδία, αλλά όχι με οποιοδήποτε τίμημα. Ο βασιλιάς Abdullah II φέρεται να έχει συμφωνήσει να δώσει άνευ όρων την ιορδανική υπηκοότητα στα τρία εκατομμύρια Παλαιστίνιων που ζουν στη χώρα και στα τέσσερα εκατομμύρια των Παλαιστινιακών Εδαφών.
Θα γυρίζαμε έτσι στην κατάσταση πριν από το Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967), όταν η Ιορδανία -και όχι η ΟΑΠ- εκπροσωπούσε τους Παλαιστίνιους και διεύρυνε τη κυριαρχία της στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Σε αντάλλαγμα, ο βασιλιάς φέρεται να απαιτεί διεθνή στήριξη για την χρηματοδότηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των πιθανών επτά εκατομμυρίων νέων υπηκόων του. Ο Αμπντουλάχ Ενσούρ την υπολογίζει μεταξύ 16 και 20 δις. δολάρια.
Γνωρίζουμε εξάλλου ότι, με βάση ένα αυτόγραφο έγγραφο του προέδρου Χάρι Τρούμαν, οι Άραβες διαπραγματευτές απέρριψαν την ιδέα της αναγνώρισης του Ισραήλ ως «εβραϊκού κράτους» και της Παλαιστίνης ως «ισλαμικού κράτους».
Συμφώνησαν ότι στην περίπτωση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δύο κρατών, τα 1,6 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι που ζουν στο Ισραήλ και τους 500.000 Ισραηλινούς που ζουν στο παλαιστινιακό κράτος θα μπορούν να μείνουν υπό τον όρο ότι θα πάρουν (ή να κρατήσουν) την ιθαγένεια [14].
Ο Μαχμούντ Αμπάς πρότεινε η Παλαιστίνη να αφοπλιστεί και ότι η ασφάλεια της να διασφαλίζεται από μια «ουδέτερη» δύναμη, το ΝΑΤΟ. Ο ισραηλινός στρατός θα επιτραπεί να παραμένει στην κοιλάδα του Ιορδάνη κατά τη διάρκεια των πρώτων πέντε ετών [15].
Οι διαπραγματεύσεις δεν αφορούν μόνο τις κυβερνήσεις.
Για δύο χρόνια, με πρωτοβουλία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί καπιταλιστές, υπό την προεδρία των Munib R. Masri και Yossi Vardi, φαντάζονται πώς να αναπτύξουν την περιοχή με τα χρήματα της διεθνούς κοινότητας. Αλλά η πρωτοβουλία τους, Σπάζοντας το Αδιέξοδο (Breaking the Impasse), φαίνεται από τη μία να προασπίσει περισσότερα τα προσωπικά συμφέροντα τους από εκείνα των λαών τους, και από τη άλλη να βασίζεται σε αμφισβητήσιμες υποσχέσεις δωρεών.
Ωστόσο, αυτά τα σχέδια συγκρούονται με τους εξόριστους Παλαιστίνιους -που χάνουν τις ελπίδες επιστροφής τους- και με τα κράτη που τους φιλοξενούν η τους υποστηρίζουν.
Αλλά κανένα από αυτά τα κράτη δεν είναι σε θέση να αντιταχθούν σήμερα: η Λιβύη και το Σουδάν βρίσκονται σε φυλετικούς πολέμους, η Αίγυπτος πολεμά τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, ο Λίβανος δεν έχει πια κυβέρνηση και η Χεζμπολάχ μάχεται εναντίον της Αλ Κάιντα, η Συρία αντιμετωπίζει μια ξένη εισβολή, το Ιράκ βρίσκεται σε εμφύλιο πόλεμο, και το Ιράν διαπραγματεύεται.
Θα πρέπει επομένως να δοθεί ιθαγένεια στους εξόριστους Παλαιστίνιους στα κράτη όπου ζουν, γεγονός που θα φέρει στο προσκήνιο νέα προβλήματα (π.χ., η κοινωνική ισορροπία στο Λίβανο).
Τέλος πάντων, αν η Φατάχ, η Χαμάς και η Ιορδανία αποδεχθούν αυτή την κακή λύση δεν βλέπουμε ποιος θα είναι σε θέση να την αμφισβητήσει.
Ήδη, ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Mohammad Javad Zarif, δεσμεύτηκε στο Μόναχο ότι η χώρα του θα αναγνωρίσει το κράτος του Ισραήλ στο πλαίσιο της παρούσας διευθέτησης.
Δηλώσεις που διαψεύστηκαν αμέσως από το υπουργείο του [16].
Όταν θα γίνει δεκτή η αρχή της ειρήνης στην Παλαιστίνη, η Ουάσιγκτον θα δεχτεί -επιτέλους! – να αφήσει τη Συρία ήσυχη υπό την προϋπόθεση ότι εγκρίνει και εγγυάται την επιλεγείσα λύση.
Από κει και πέρα, ο πόλεμος συνεχίζεται.
Παρά το γεγονός ότι η αντιπροσωπεία της αντιπολίτευσης στη Γενεύη δεν διεκδικεί παρά να κυβερνήσει σε «απελευθερωμένες περιοχές» που κατοικούνται από μόνο 250.000 άτομα, το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, σε μυστική συνεδρίαση της χορηγεί επιδοτήσεις και επιθετικά όπλα μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2014.
[1] « Communiqué des "Amis de la Syrie" réunis à Paris », Réseau Voltaire, 12 janvier 2014.
[2] “John Kerry’s opening speech at the Geneva 2 Conference”, par John F. Kerry, Voltaire Network, 22 January 2014.
[3] “Open Hearing : Current and Projected National Security Threats Against the United States”, U.S. Senate Select Committee on Intelligence, 29 janvier 2014.
[4] “Οι Ηνωμένες Πολιτείες, πρώτoι παγκόσμιοι χρηματοδότες της τρομοκρατίας ”, par Τιερί Μεϊσάν, traduction Κριστιάν , Al-Watan/Δίκτυο Βολταίρος, 5 février 2014.
[5] “Senators say John Kerry admitted U.S. failure in Syria” par Fred Hiatt, directeur des éditorialistes du Washington Post, 3 février 2014.
[6] “Kerry Tells Senators That Obama Syria Policy Is Collapsing”, par Jeffrey Goldberg, Bloomsberg View, 3 février 2014.
[7] “Senators : Kerry Admits Obama’s Syria Policy Is Failing”, par Josh Rogin, The Daily Beast, 3 février 2014.
[8] “The U.S. must reconsider its failed Syrian policy”, par le Comité éditorial, The Washington Post, 4 février 2014.
[9] « Сферы влияния », par Thierry Meyssan, Однако, 26 janvier 2013. “Πρόσω ολοταχώς για ρώσο-αμερικανική συμφωνία Sykes-Picot στη Μέση Ανατολή”, Δίκτυο Βολταίρος, 22 février 2013.
[10] We all have a powerful, powerful interest in resolving this conflict. Everywhere I go in the world, wherever I go – I promise you, no exaggeration, the Far East, Africa, Latin America – one of the first questions out of the mouths of a foreign minister or a prime minister or a president is, “Can’t you guys do something to help bring an end to this conflict between Palestinians and Israelis ?”
[11] [[«وزير الخارجية يضع مجلس النواب بمسار المفاوضات بين الفلسطينيين والإسرائيليين», وكالة الأنباء الأردنية 2 février 2014.
[12] Sur l’équipe et la méthode de négociations de Kerry, lire “John Kerry in final push to disprove cynics on Middle East peace deal”, par Paul Lewis et Harriet Sherwood, The Guardian, 30 janvier 2014.
[13] Les sept exigences jordaniennes sont :
– 1. Reconnaissance de deux États justes et durables sur les frontières de 1967.
– 2. Respect du droit international et de l’Initiative arabe.
– 3. Prise en compte des intérêts vitaux de la Jordanie.
– 4. Proclamation de Jérusalem-Est comme capitale.
– 5. Indemnisation.
– 6. Protection des lieux saints.
– 7. Égalité des droits quelque soit la religion des citoyens dans chacun des deux États.
[14] “Hundreds of thousands of settlers may stay put under leaked framework for Middle East peace deal”, par Inna Lazareva, The Daily Telegraph, 31 janvier 2014.
[15] “Palestinian Leader Seeks NATO Force in Future State”, par Jodi Rudoren, et “Abbas’s NATO Proposal”, par Thomas Friedman, The New York Times, 2 février 2014.
[16] "Iranian FM denies reports hinting at recognition of Israel if conflict with Palestinians settled", par Ariel Ben Solomon, Jerusalem Post, 4 février 2014.