Η επανάληψη της καταστολής εναντίον των Κούρδων στην Τουρκία δεν είναι παρά η συνέπεια της αδυναμίας επίτευξης του σχεδίου Ζυπέ-Ράιτ (Juppé-Wright) του 2011. Ενώ ήταν εύκολο να αναπτυχθεί το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ, Daesh) στην συριακή έρημο και στις επαρχίες Νινευής και αλ-Ανμπάρ (Ιράκ) με σουνιτικές πλειοψηφίες, αποδείχθηκε αδύνατο να παρθεί ο έλεγχος του κουρδικού πληθυσμού στη Συρία. Για να πραγματοποιήσει το όνειρό του για ένα Κουρδιστάν έξω από την Τουρκία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει άλλη επιλογή παρά τον εμφύλιο πόλεμο.
Με την ανάληψη της εξουσίας στην Άγκυρα το 2003, το ισλαμικό κόμμα ΑΚΡ άλλαξε τις στρατηγικές προτεραιότητες της Τουρκίας. Αντί να βασιστεί στις σχέσεις των δυνάμεων που εφίσταντο μετά την «Καταιγίδα της Ερήμου», ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επεδίωξε να βγάλει τη χώρα του από την απομόνωση στην οποία βρισκόταν μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με βάση τις αναλύσεις του συμβούλου του, του καθηγητή Αχμέτ Νταβούτογλου, υποστήριξε την επίλυση των προβλημάτων που εκκρεμούσαν εδώ και έναν αιώνα με τους γείτονές του και να γίνει σταδιακά ο ουσιαστικός περιφερειακός διαμεσολαβητής. Για να γίνει αυτό, έπρεπε ταυτόχρονα να μετατραπεί σε ένα πολιτικό πρότυπο και να οικοδομήσει σχέσεις με τους Άραβες εταίρους του, χωρίς να χάσει τη συμμαχία του με το Ισραήλ.
Ξεκινώντας με επιτυχία, αυτή η πολιτική -των «μηδενικών προβλημάτων»- οδήγησε την Άγκυρα όχι μόνο να μη φοβάται πια τη Δαμασκό και την υποστήριξη της στο PKK, αλλά να της ζητήσει να βοηθήσει στις διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό της κρίσης. Τον Οκτώβριο του 2006, το κουρδικό κόμμα κήρυξε μονομερή εκεχειρία και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση Ερντογάν.
Τον Μάιο του 2008, η Άγκυρα οργάνωσε έμμεσες διαπραγματεύσεις μεταξύ Δαμασκού και Τελ Αβίβ, τις πρώτες μετά την απόρριψη από τον Εχούντ Μπαράκ του σχεδίου του Μπιλ Κλίντον και του Χαφέζ Ασαντ. Αλλά ο Πρόεδρος Μπασάρ Άσαντ έθεσε τέρμα σε αυτή τη προσπάθεια όταν το Ισραήλ επιτέθηκε στη Γάζα το Δεκέμβριο του 2009.
Συνειδητοποιώντας ότι δεν ήταν δυνατόν να διατηρήσει καλές σχέσεις με όλα τα κράτη της περιοχής λόγω της παλαιστινιακής σύγκρουσης, η Άγκυρα επέλεξε να υποστηρίξει τους Παλαιστίνιους εναντίον του Ισραήλ.
Ήταν τα επεισόδια του Νταβός και του Στόλου της Ελευθερίας. Διαθέτοντας τότε εκτεταμένη λαϊκή υποστήριξη στον μουσουλμανικό κόσμο, η Άγκυρα προσέγγισε τη Τεχεράνη και συμφώνησε τον Νοέμβριο 2010 να συμμετέχει σε μια κοινή αγορά Τουρκία-Ιράν-Ιράκ-Συρία.
Καταργήθηκαν οι θεωρήσεις βίζα, μειώθηκαν σημαντικά τα τελωνιακά τέλη, ιδρύθηκε μια κοινοπραξία για να διαχειριστεί τους πετρελαιαγωγούς και τους αγωγούς αερίου, δημιουργήθηκε μια αρχή για τη διαχείριση των κοινών υδάτινων πόρων.
Το σύνολο ήταν τόσο ελκυστικό έτσι ώστε ο Λίβανος και η Ιορδανία επέβαλαν την υποψηφιότητα τους για να συμμετέχουν. Μια διαρκής ειρήνη φαινόταν δυνατή στο Λεβάντε.
Ενώ το 2011 το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία ξεκινούσαν ένα διπλό πόλεμο ενάντια στη Λιβύη και τη Συρία, κατόπιν αιτήματος και υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Πολιτειών, η Τουρκία λογικά αντιτάχθηκε. Αυτοί οι πόλεμοι, με το πρόσχημα της προστασίας του πληθυσμού, παραήταν οφθαλμοφανείς νεο-αποικιοκρατικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, παραβίαζαν τα τουρκικά συμφέροντα, επειδή η Λιβύη ήταν ένας από τους σημαντικότερους οικονομικούς εταίρους της και η Συρία ήταν να γίνει με τη νέα περιφερειακή κοινή αγορά.
Τότε ήταν που ανατράπηκαν τα πάντα ...
Πώς η Γαλλία τουμπάρισε τη Τουρκία
Με πρωτοβουλία του Γάλλου Υπουργού Εξωτερικών, Αλέν Ζυπέ, το Παρίσι πρότεινε μυστικά στην Άγκυρα, τον Μάρτιο 2011, να υποστηρίξει την υποψηφιότητά της για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να την βοηθήσει να επιλύσει το κουρδικό της πρόβλημα, εάν η Τουρκία έμπαινε στο πλευρό της στον πόλεμο κατά της Λιβύης και της Συρίας.
Από τη γαλλική πλευρά, αυτή η πρόταση ήταν ριζικά νέα, δεδομένου ότι ο Αλέν Ζυπέ είχε αντισταθεί σθεναρά στην ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση κατά το χρόνο που ήταν επικεφαλής του γκωλλικού κόμματος και συνεργάτης του Ζακ Σιράκ.
Αλλά, καθώς καταδικάστηκε για διαφθορά στη Γαλλία, εξορίστηκε στην Αμερική το 2005 και δίδαξε στο Κεμπέκ, ενώ παρακολουθούσε σεμινάρια στο Πεντάγωνο. Μετά τη μετατροπή του σε νεοσυντηρητικό, επέστρεψε στη Γαλλία και επιλέχθηκε από τον Νικολά Σαρκοζί ως Υπουργός Άμυνας και μετά των Εξωτερικών.
Εκ των υστέρων, το σχέδιο Ζυπέ αποκαλύπτει τις γαλλικές προθέσεις: μιλά για τη δημιουργία ενός Κουρδιστάν στο Ιράκ και τη Συρία, σύμφωνα με τον χάρτη που θα δημοσιευτεί δύο χρόνια αργότερα από τον Robin Wright στο New York Times και που υλοποιήθηκε από κοινού από το Ισλαμικό Εμιράτο, τη περιφερειακή κυβέρνηση του ιρακινού Κουρδιστάν και πρώην υπαλλήλους του Σαντάμ Χουσεΐν που συνδέονται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Το έγγραφο, που συν-υπογράφεται από τον Αλέν Ζυπέ και τον Τούρκο ομόλογο του Αχμέτ Νταβούτογλου, δεν αφήνει καμία αμφιβολία: η Γαλλία ήθελε να ανασυστήσει μια αποικιοκρατική αυτοκρατορία στη Συρία.
Επιπλέον, είχε διασυνδέσεις με τα ισλαμιστικά τρομοκρατικά κινήματα και προέβλεπε τη δημιουργία του ΙΚ/Daesh. Για να εξασφαλιστεί το σχέδιο Ζυπέ, το Κατάρ δεσμευόταν να προβεί σε μεγάλες επενδύσεις στο ανατολικό τμήμα της Τουρκίας, με την ελπίδα ότι οι Τούρκοι Κούρδοι θα εγκατέλειπαν το ΡΚΚ.
Αυτό το σχέδιο παρέμεινε μυστικό μέχρι τώρα. Αν Γάλλοι η Τούρκοι βουλευτές κατάφερναν να αποκτήσουν ένα νόμιμο αντίγραφο του, θα αρκούσε για να διωχθούν οι κκ. Ζυπέ και Νταβούτογλου ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Αντίθετα με τη κοινή πεποίθηση, οι Κούρδοι είναι βαθιά διχασμένοι.
Στην Τουρκία και τη Συρία, το ΡΚΚ με τη μαρξιστική-λενινιστική προέλευση του, υπερασπίστηκε πάντα μια αντι-ιμπεριαλιστική προοπτική.
Ενώ οι Κούρδοι του Ιράκ, που συνδέονται με το Ισραήλ από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου ήταν πάντα σύμμαχοι των ΗΠΑ. Οι δύο ομάδες δεν μιλούν την ίδια γλώσσα και έχουν πολύ διαφορετικές ιστορίες.
Είναι πιθανό ότι, με τη σειρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες έφεραν στο καλάθι του γάμου, την υποστήριξη τους για τη προώθηση του τουρκικού πολιτικού μοντέλου στον αραβικό κόσμο για να βοηθήσουν το ΑΚΡ να πλαισιώσει τα πολιτικά κόμματα που προέρχονται από την Μουσουλμανική Αδελφότητα, έτσι ώστε η Τουρκία να γίνει το κέντρο της προσεχούς Μέσης Ανατολής.
Εν πάση περιπτώσει, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υποστήριξε in extremis το πρόγραμμα του ΝΑΤΟ που αντικατάστησε το AFRICOM μετά την εξέγερση του διοικητή του [1]
Αμέσως, η Άγκυρα κινητοποίησε τους κατοίκους της Misrata στη Λιβύη. Οι τελευταίοι είναι ως επί το πλείστον απόγονοι Εβραίων στρατιωτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Adghams και νομάδων δουλεμπόρων μαύρων, οι Muntasirs, οι οποίοι είχαν υποστηρίξει τους Νεότουρκους. Αυτοί αποτέλεσαν τη μόνη σημαντική ομάδα Λίβυων που επιτέθηκαν στη Τρίπολη [2].
Ταυτόχρονα, η Άγκυρα οργάνωσε μερικές συναντήσεις της συριακής αντιπολίτευσης στην Κωνσταντινούπολη από τον Αύγουστο 2011.
Εν τέλει, η Μουσουλμανική Αδελφότητα ιδρύει το Εθνικό Συμβούλιο της Συρίας, τον Οκτώβριο, με τη συμμετοχή εκπροσώπων διαφόρων πολιτικών ομάδων και μειονοτήτων.
Το ΝΑΤΟ παραιτείται από το να εισβάλει στη Συρία
Σημειώνοντας την εμπλοκή του ΝΑΤΟ στη Λιβύη, η Άγκυρα υπολόγιζε λογικά την παρόμοια συμμετοχή της Ατλαντικής Συμμαχίας στη Συρία.
Όμως, παρά τις πολλές επιθέσεις και τη διεθνή μόνιμη εκστρατεία του τύπου, αποδείχτηκε αδύνατο να εξεγείρουν τον πληθυσμό και να εκχωρήσουν στον πρόεδρο Άσαντ με αξιόπιστο τρόπο ότι διεξήγαγε μαζικά εγκλήματα.
Προπαντός, η Μόσχα και το Πεκίνο, προδομένα από τη Λιβυκό περίπτωση, αντιστάθηκαν τρεις φορές στο Συμβούλιο Ασφαλείας κατά οποιουδήποτε ψηφίσματος που υποτίθεται ότι θα «προστάτευε» τους Σύρους από την κυβέρνησή τους (Οκτώβριο 2011, Φεβρουάριο και Ιουλίο 2012).
Η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο εγκατέλειψαν το παιχνίδι, ακόμη και αν η Άγκυρα και το Παρίσι συνέχιζαν να το πιστεύουν [3].
Τα δύο κράτη δημιούργησαν μια στενή συνεργασία, ανεβάζοντας τον πήχη στο σημείο, τον Σεπτέμβριο 2012, να σχεδιάσουν μια απόπειρα δολοφονίας του Υπουργού Εξωτερικών της Συρίας Walid al-Mouallem και του Πρόεδρου Bashar al-Assad.
Η επίθεση που χτύπησε στο Ριάντ τον πρίγκιπα Bandar bin Sultan, σε αντίποινο για τη δολοφονία των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της Συρίας τον Ιούλιο του 2012, άφησε ορφανό το διεθνές τζιχαντιστικό κίνημα. Παρά το γεγονός ότι ο πρίγκιπας επέζησε των τραυματισμών του, βγήκε ένα χρόνο αργότερα από το νοσοκομείο αλλά δεν ήταν ποτέ πια σε θέση να παίξει το ρόλο που κατείχε μέχρι τότε.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άδραξε την ευκαιρία για να τον αντικαταστήσει. Έδεσε μια προσωπική σχέση με τον Γιασίν αλ-Καντί, τον τραπεζίτη της Αλ Κάιντα, τον οποίον δέχτηκε πολλές φορές μυστικά στην Άγκυρα. Επέβλεψε τις πολλές ομάδες τζιχαντιστών, που είχαν δημιουργηθεί αρχικά από τους Αμερικανούς, τους Βρετανούς και τους Γάλλους.
Τον Ιανουάριο του 2013, επεμβαίνοντας στο Μάλι, η Γαλλία απομακρύνθηκε από τους Σύρους τζιχαντιστές και, επομένως, εγκατέλειψε το πεδίο των στρατιωτικών επιχειρήσεων στους Τούρκους, αν και συνέχισε να διατηρεί ορισμένους λεγεωνάριους επί τόπου.
Λίγο αργότερα, ο εμίρης του Κατάρ, σεΐχης Ahmad, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την Ουάσιγκτον η οποία τον κατηγόρησε –βάσει ρωσικής καταγγελίας ότι χρησιμοποιούσε τις εγκαταστάσεις της έναντι αμερικανικών οικονομικών συμφερόντων. Πριν ακόμα να προλάβει ο γιος του, ο Σεΐχης Ταμίμ, να τον διαδεχτεί, η Σαουδική Αραβία είχε αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης για τον πόλεμο εναντίον της Συρίας.
Για να απολάβει αυτή την οικονομική στήριξη και αυτή του Ισραήλ, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άρχισε να υπόσχεται στους μεν και στους δε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ξεπεράσουν τα ρωσικά και κινεζικά βέτο και θα έβαζε το ΝΑΤΟ να καταλάβει τη Δαμασκό.
Εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση, οργάνωσε τη λεηλασία της Συρίας, διαλύοντας όλα τα εργοστάσια του Χαλεπιού, της οικονομικής πρωτεύουσας, και κλέβοντας τις εργαλειομηχανές.
Ομοίως, οργάνωσε την κλοπή των αρχαιολογικών θησαυρών και έβαλε σε λειτουργία μια διεθνή αγορά στην Αντιόχεια [4].
Επειδή πάλι τίποτα δεν έγινε, διοργάνωσε, με τη βοήθεια του στρατηγού Benoît Puga, Αρχηγού του Επιτελείου των Ηλύσιων, μια επιχείρηση με ψευδή σημαία (false flag) για να προκαλέσει την είσοδο στο πόλεμο της Ατλαντικής Συμμαχίας: το χημικό βομβαρδισμό της Ghoutta Δαμασκού, τον Αύγουστο 2013. Όμως, το Λονδίνο ανακάλυψε αμέσως την απάτη και αρνήθηκε να συμμετάσχει [5].
Η Τουρκία συμμετείχε στην εθνοκάθαρση και τη διχοτόμηση του Ιράκ και της Συρίας, που είναι γνωστή ως «Σχέδιο Ράιτ».
Η παρουσία των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών στις προπαρασκευαστικές συναντήσεις για το ΙΚ (Daesh) στο Αμμάν αποδεικνύεται από τη δημοσίευση κάποιας απόφασης από το ΡΚΚ.
Εντούτοις, το «Σχέδιο Wright» υιοθετεί το «σχέδιο Ζυπέ» που είχε πείσει τη Τουρκία να μπει στον πόλεμο.
Στη συνέχεια, ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανέλαβε τη διοίκηση της τρομοκρατικής οργάνωσης, εξασφαλίζοντας τόσο την προμήθεια όπλων της όσο και τη πώληση του πετρελαίου της.
Παρακολουθώντας με αγωνία τις συνομιλίες μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, η Άγκυρα ανησύχησε για μια ειρηνευτική συμφωνία που να την άφηνε στην άκρη του δρόμου.
Και τότε, μια και του τον ζήταγε ο Ρώσος ομόλογός του Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Ερντογάν συμφώνησε να συμμετάσχει στο σχέδιο του αγωγού αερίου Turkish Stream για να σπάσει το αμερικανικό μονοπώλιο και να παρακάμψει το εμπάργκο της ΕΕ.
Στη συνέχεια παίρνοντας το θάρρος του και με τα δύο χέρια του, πήγε να επισκεφτεί τον Ιρανό ομόλογό του, τον σεΐχη Χασάν Rohani.
Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι δεν έπρεπε να φοβάται τίποτα από την υπό διαπραγμάτευση συμφωνία.
Αλλά όταν υπεγράφη τελευταία στις 14 Ιουλίου 2015, έγινε φανερό ότι δεν άφηνε καμία θέση για την Τουρκία στην περιοχή.
Χωρίς έκπληξη, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έλαβε ένα τελεσίγραφο στις 24 Ιουλίου από τον Πρόεδρο Ομπάμα ζητώντας του
- να σταματήσει αμέσως τον ρωσικό αγωγό,
– να σταματήσει την υποστήριξή του στο ΙΚ/ Daesh -του οποίου είχε γίνει ο εκτελεστικός αρχηγός πίσω από την οθόνη του χαλίφη Αμπού Μπακρ αλ-Baghdadi- και να προχωρήσει σε πόλεμο εναντίον του τελευταίου.
Για να αυξηθεί η πίεση, ο Μπαράκ Ομπάμα έθεσε το ενδεχόμενο αποβολής της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, σε συνεννόηση με το Ηνωμένο Βασίλειο, παρότι τέτοια κατάσταση δεν προβλέπεται από τη Συνθήκη.
Μετά την απολογία του, επέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ να χρησιμοποιήσουν τη βάση του Ιντσιρλίκ κατά του ΙΚ/Daesh και ο Ερντογάν ήρθε σε επαφή με τον ειδικό απεσταλμένο στον Συνασπισμό αντι-ΙΚ/Daesh, στρατηγό John Allen, γνωστό για την αντίθεσή του για τη συμφωνία με το Ιράν.
Οι δύο άνδρες συμφώνησαν να ερμηνεύσουν τα λόγια του προέδρου Ομπάμα ως ενθάρρυνση για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, στην οποία συνέταξαν και το ΡΚΚ.
Υπερβαίνοντας τα καθήκοντά του, ο στρατηγός υποσχέθηκε να δημιουργήσει μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων 90 χιλιομέτρων πλάτους στο συριακό έδαφος κατά μήκος των τουρκικών συνόρων, δήθεν σε όφελος των προσφύγων από τη Συρία που απειλούνται από την κυβέρνησή τους, στην πραγματικότητα για την εφαρμογή του «σχεδίου Juppé-Wright».
Ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας Ahmet Davutoğlu αποκάλυψε την αμερικανική υποστήριξη για το σχέδιο στο κανάλι A Haber, με την έναρξη των βομβαρδισμών εναντίον του ΡΚΚ.
Ο στρατηγός John Allen κατάφερε ήδη δύο φορές να παρατείνει τον πόλεμο εναντίον της Συρίας.
Τον Ιούνιο του 2012, συνωμότησε με τον στρατηγό Ντέιβιντ Πετρέους και την υπουργό Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον για να σαμποτάρουν τη συμφωνία που επετεύχθη στη Γενεύη μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή.
Η συμφωνία αυτή προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την ειρήνη στη Συρία -παρότι η Δαμασκός δεν είχει προσκληθεί στη διάσκεψη αυτή- αλλά ήταν απαράδεκτη τόσο για τους νεοσυντηρητικούς όσο και για τα αμερικανικά «φιλελεύθερα γεράκια».
Το τρίο Κλίντον-Πετρέους-Άλεν στηρίχτηκε στον νέο Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, και στον νέο υπουργό Εξωτερικών του, Laurent Fabius, για να συγκαλέσουν μια διάσκεψη των «Φίλων της Συρίας» και να απορρίπτουν την Ανακοίνωση της Γενεύης.
Στη μέση της προεκλογικής εκστρατείας, ο Πρόεδρος Ομπάμα δεν μπορούσε να τιμωρήσει τους συνεργάτες του, αλλά την άλλη ημέρα μετά την επανεκλογή του, διέταξε τη σύλληψη του Ντέιβιντ Πετρέους και του John Allen ο οποίος είχε πέσει σε σκάνδαλο-παγίδα του σεξ.
Η Χίλαρι Κλίντον διατηρήθηκε για λίγες εβδομάδες και ξαφνικά αποσύρθηκε μετά από ένα «ατύχημα».
Τελικά, μόνο ο Πετρέους καταδικάστηκε ενώ ο Allen ασπρίσθηκε και η Κλίντον -όπως και ο Juppé- προετοιμάζεται για την ερχόμενη προεδρική εκλογική εκστρατεία της.
Το τρίο Κλίντον-Πετρέους-Άλεν δοκίμασε μια δεύτερη επιχείρηση το Δεκέμβριο 2014 η οποία κατόρθωσε να σαμποτάρει τη Διάσκεψη της Μόσχας.
Με την υπόσχεση προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα ότι θα εφαρμοστεί το «σχέδιο Juppé-Wright», έπεισαν τον Συριακό Εθνικό Συνασπισμό να αρνηθεί οποιαδήποτε συζήτηση για την ειρήνη. Παρεμπιπτόντως, αυτό το επεισόδιο επιβεβαιώνει ότι ο σκοπός του Συριακού Εθνικού Συνασπισμού δεν είναι να αλλάξει το καθεστώς στη Συρία, αλλά να καταστρέψει αυτή τη χώρα και το Κράτος της.
Μαθαίνοντας τα γεγονότα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Αφρική, ο Πρόεδρος Ομπάμα διέψευσε επίσημα τη δέσμευση του στρατηγού Allen, αναγνώρισε το δικαίωμα της Τουρκίας να καταπολεμήσει το PKK, αλλά κατήγγειλε οποιαδήποτε δράση εναντίον του εκτός Τουρκίας.
Ο πρόεδρος Erdoğan κάλεσε τότε μια συνεδρίαση του Συμβουλίου του Ατλαντικού για να το ενημερώσει σχετικά με την είσοδό του στο αντιτρομοκρατικό συνασπισμό και τη διπλή δράση του εναντίον των ΡΚΚ και ΙΚ/Daesh.
Στις 29 Ιουλίου, οι Σύμμαχοι του απάντησαν ψυχρά ότι τον υποστήριζαν για την δράση του, αλλά δεν του αναγνώρισαν το δικαίωμα να βομβαρδίσει το ΡΚΚ στο Ιράκ και τη Συρία παρά μόνο σε περίπτωση «δίωξης» -δηλαδή αν το PKK χρησιμοποίει τις βάσεις του στο εξωτερικό για να στείλει ή να αποσύρει στρατεύματα του εναντίον της Τουρκίας-.
Επιπλέον, ο Πρόεδρος Ομπάμα απάλλαξε από τα καθήκοντα του τον ειδικό απεσταλμένο του για τη Συρία, Ντάνιελ Rubinstein, και τον αντικατάστησε με τον Michael Ratney, ειδικό τόσο σε θέματα της Μέσης Ανατολής όσο και στην επικοινωνία. Θα είναι ο κύριος υπεύθυνος για την παρακολούθηση των δράσεων του στρατηγού Allen.
Η Τουρκία εισέρχεται σε εμφύλιο πόλεμο
Μέχρι σήμερα, οι επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού κατά του ΡΚΚ στο Ιράκ και τη Συρία δεν έχουν καμία νομική αιτιολόγηση στο διεθνές δίκαιο.
Και οι δύο κυβερνήσεις έχουν καταγγείλει την επίθεση κατά της επικράτειάς τους.
Κατά την αμερικανική άποψη, το PKK και ο Συριακός Αραβικός Στρατός -δηλαδή ο στρατός της Αραβικής Συριακής Δημοκρατίας- είναι οι μόνες αποτελεσματικές δυνάμεις στο έδαφος ενάντια του ΙΚ/Daesh.
Η αναβίωση του πολέμου κατά της κουρδικής μειονότητας καταδεικνύει τη βούληση του ΑΚΡ να συνεχίσει την εφαρμογή του «σχεδίου Ζυπέ-Wright», ακόμη και μετά τη μερική απόσυρση του Κατάρ και της Γαλλίας.
Ωστόσο, ένα θεμελιώδες γεγονός έχει αλλάξει βαθιά την κατάσταση: το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία, τα οποία υποστήριζαν μέχρι πρόσφατα την ιδέα της δημιουργίας ενός Κουρδιστάν και ενός Σουνιστάν στο Ιράκ και τη Συρία, τώρα είναι αντίθετα.
Το Τελ Αβίβ και το Ριάντ γνωρίζουν πλέον ότι αυτά τα νέα κράτη αν ποτέ προκύπτουν, δεν θα ελέγχονται από τα ίδια, αλλά από την Τουρκία, η οποία δεν κρύβει τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες της και θα καταστεί εκ των πραγμάτων (de facto) ένας περιφερειακός γίγαντας.
Με μια αντιστροφή για την οποία μόνο η Μέση Ανατολή κατέχει το μυστικό, το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία έχουν συνάψει λοιπόν μια συμφωνία για να αντιταχθούν στην τρέλα του προέδρου Ερντογάν και για να υποστηρίξουν –κάτω από το τραπέζι- το PKK, παρά την μαρξιστική ταυτότητά του.
Περαιτέρω, το Ισραήλ προσέγγισε ήδη τους παραδοσιακούς εχθρούς της Τουρκίας, την Ελλάδα του Αλέξη Τσίπρα και τη Κύπρο του Νίκου Αναστασιάδη.
Ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επέλεξε τον εμφύλιο πόλεμο ως τη μόνη προσωπική πολιτική επιλογή του.
Μετά την ήττα του στις βουλευτικές εκλογές, κατάφερε να μπλοκάρει τη δημιουργία μιας νέας κυβέρνησης, και προσπαθεί να τρομάξει τον λαό του, έτσι ώστε είτε να πείσει το MHP (Εθνικιστικό) να υποστηρίζει το ΑΚΡ (Ισλαμιστές) για να σχηματίσει μια κυβέρνηση συνασπισμού είτε να καλέσει νέες εκλογές και να τις κερδίσει.
Η αντιτρομοκρατική επιχείρηση που υποτίθεται ότι προορίζεται για την καταπολέμηση τόσο κατά του ΙΚ/Daesh και κατά του κουρδικού πληθυσμού είναι σχεδόν αποκλειστικά στοχευμένη εναντίον του ΡΚΚ και του PYG (το συριακό alter ego).
Οι δήθεν βομβιστικές επιθέσεις εναντίον του Ισλαμικού Εμιράτου δεν έχουν καταστρέψει τίποτα.
Ταυτόχρονα, ο κ Ερντογάν έχει ξεκινήσει δικαστικές έρευνες εναντίον των Κούρδων ηγετών του HPD, Selahattin Demirtaş και Figen Yüksekdağ.
Η εισαγγελία τους κατηγορεί, για τον πρώτο, για την πρόσκληση σε διάπραξη βίας κατά των μη Κούρδων -αυτή είναι μια ηλιθιότητα- και, για την δεύτερη, για τη στήριξη της στο PYG, μια πολιτοφυλακή της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας και, συνεπώς, σύμφωνα με τον δικαστή, τρομοκρατική οργάνωση.
Ο εμφύλιος πόλεμος που αρχίζει, δεν θα είναι το ίδιο με αυτό της δεκαετίας του ’90.
Θα είναι πολύ μεγαλύτερος και πιο θανατηφόρος.
Τόσο γιατί η Τουρκία δεν έχει πλέον κανένα σύμμαχο στο εξωτερικό όσο και επειδή η ισλαμιστική πολιτική έχει διχάσει την τουρκική κοινωνία.
Δεν θα υπάρξουν λοιπόν από τη μία πλευρά οι τουρκικοί κρατικοί θεσμοί που υποστηρίζονται από το ΝΑΤΟ και από την άλλη το PKK που υποστηρίζεται από τη Συρία, αλλά ένας κατακερματισμός της τουρκικής κοινωνίας: κοσμικοί εναντίον ισλαμιστών, συγχρονιστείς ενάντια στους παραδοσιακούς, Αλεβίτες ενάντια στους Σουνίτες, Κούρδοι εναντίον των Τούρκων.
[1] Αρχικά βαπτισμένη «Αυγή της Οδύσσειας», η επιχείρηση εναντίον της Λιβύης ήταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Κάρτερ Χαμ, υπό την ιδιότητά του ως επικεφαλής της AFRICOM. Ωστόσο, ο ίδιος επαναστάτησε ενάντια στο ρόλο που δόθηκε στο έδαφος στην Αλ Κάιντα για την ανατροπή της Λιβυκής Αραβικής Τζαμαχιρίας, ενώ ο Συνασπισμός υποστήριζε ότι υπάρχει για την προστασία των αμάχων μόνο. Απαλλάχτηκε από τα καθήκοντα του σε όφελος του ΝΑΤΟ και η επιχείρηση μετονομάστηκε σε «Ενωμένο Προστάτη, (Unified Protector)».
[2] Οι κάτοικοι της Βεγγάζης αρνήθηκαν να επιτεθούν τη Τρίπολη όταν κατάφεραν την ανεξαρτησία τους de facto. Οι Misratas πλαισιώθηκαν με μαχητές της Αλ Κάιντα.
[3] Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, το Παρίσι αποσύρθηκε από το πόλεμο τον Μάρτιο του 2012, μετά την πτώση του Ισλαμικού Εμιράτου του Μπάμπα Αμρ και την επιστροφή των Γάλλων λεγεωνάριων που είχαν συλληφθεί. Αλλά ο Πρόεδρος Σαρκοζί δεν κατάφερε να κερδίσει την επανεκλογή του το Μαΐο και ο διαδόχος του, Φρανσουά Ολάντ, επανέλαβε τον πόλεμο τον Ιούλιο.
[4] Πόλη, επίσης γνωστή με τα ονόματα Antakya ή Χατάι.
[5] Ο πρωθυπουργός σκηνοθέτησε με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης του μια συζήτηση στα Commons κατά την οποία οι δύο ηγέτες απαντούσαν ο ένας στον άλλον διαβάζοντας το ίδιο κείμενο. Το Ηνωμένο Βασίλειο κατάφερε με αυτό τον τρόπο να αποχωρήσει από τον πόλεμο, χωρίς να χρειάζεται να κατηγορήσει δημόσια την Τουρκία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν το παράδειγμά τους.