Πολυάριθμοι είναι οι υποψήφιοι που συμμετέχουν στις προκριματικές εκλογές. Τα μίντια μιλάνε μόνο για τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους, αγνοώντας όλους τους άλλους, γνωρίζοντας ότι το σύστημα είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να μην μπορούν ποτέ να κερδίσουν.

Οι προκριματικές αμερικανικές εκλογές προσφέρουν ένα θλιβερό θέαμα στο οποίο οι κύριοι υποψήφιοι φαίνονται να μην έχουν συνείδηση ότι οι επιπόλαιες κερδοσκοπικές και δημαγωγικές δηλώσεις τους θα έχουν συνέπειες, εσωτερικές και εξωτερικές, αν εκλεγούν πρόεδρος.

Παρά τα φαινόμενα, ο προεδρικός θώκος δεν διαθέτει παρά μόνο περιορισμένες εξουσίες. Έτσι, ήταν προφανές σε όλους ότι ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους δεν είχε την ικανότητα να κυβερνήσει και ότι άλλοι το έκαναν γι ’αυτόν. Ομοίως σήμερα, είναι σαφές ότι ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεν έχει καταφέρει να υπακουστεί από το σύνολο της κυβέρνησής του. Για παράδειγμα βλέπουμε στο έδαφος στην Ουκρανία και τη Συρία, οι άνδρες του Πενταγώνου να διεξαγάγουν έναν άγριο πόλεμο με εκείνους της CIA. Στην πραγματικότητα, η κύρια εξουσία του Λευκού Οίκου δεν είναι να διατάζει τους στρατούς, αλλά να διορίζει ή να επιβεβαιώσει το διορισμό 14.000 ανωτέρων υπαλλήλων –από τους οποίους 6.000 κατά την έναρξη της θητείας του προέδρου-. Πέρα από τα επιφαινόμενα, ο πρόεδρος είναι ο εγγυητής της διατήρησης της εξουσίας της άρχουσας τάξης· γι ’αυτό το λόγο, είναι η τελευταία και όχι ο Λαός που οργανώνει τις εκλογές.

Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 2, σημείο 1), ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία στο δεύτερο βαθμό όπως ισχυρίζονται ορισμένα μίντια σε πλήρη άγνοια, αλλά μόνο από τους 538 εκπρόσωπους των κυβερνητών. Το Σύνταγμα δεν υποχρεώνει τους κυβερνήτες να διορίσουν εκλέκτορες που αντιστοιχούν στις επιθυμίες των ψηφοφόρων τους κατά τη διάρκεια της συμβουλευτικής δημοσκόπησης που προηγείται. Έτσι, το 2000 το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αρνήθηκε να ακυρώσει τους εκλεκτορες που διορίστηκαν από τον κυβερνήτη της Φλόριντας ενώ υπήρχε αμφιβολία για την εκφραζόμενη επιθυμία των ψηφοφόρων του εν λόγω κράτους.

Υπενθυμίζουμε επίσης ότι οι "προκριματικές" δεν οργανώνονται από τα πολιτικά κόμματα, όπως στην Ευρώπη, αλλά και από τα κράτη -υπό την ευθύνη των κυβερνητών-, το καθένα σύμφωνα με το δικό του σύστημα. Οι προκριματικές σχεδιάζονται έτσι ώστε, in fine , τα μεγάλα κόμματα να παρουσιάσουν έναν προεδρικό υποψήφιο που να είναι συμβατός με τα συμφέροντα των κυβερνητών. Οργανώνονται λοιπόν με το μοντέλο του σοβιετικού «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» έτσι ώστε να αποκλειστεί οποιοδήποτε άτομο φορέας μιας πρωτότυπης σκέψης ή απλώς ύποπτος ότι αμφισβητεί το σύστημα, υπέρ μιας «συναινετικής» προσωπικότητας. Σε περιπτώσεις όπου οι πολίτες που συμμετέχουν θα αποτύχουν να προτείνουν έναν υποψήφιο ή προπαντός αν διορίσουν έναν, αλλά δεν είναι συμβατός με το σύστημα, το συνέδριο του κόμματος που θα ακολουθήσει θα αποφασίσει, στην ανάγκη ανατρέποντας τη ψηφοφορία των πολιτών.

Οι προκαταρτικές αμερικανικές εκλογές δεν αποτελούν συνεπώς μια «δημοκρατική στιγμή», αλλά αντίθετα μια διαδικασία η οποία, από τη μία πλευρά επιτρέπει στους πολίτες να εκφραστούν, και από την άλλη, μια διαδικασία που τους προτρέπει να εγκαταλείψουν τα συμφέροντά και τις ιδέες τους για να τοποθετηθούν πίσω από έναν υποψήφιο ο οποίος συμμορφώνεται με το σύστημα.

Το 2002, ο Robert A. Dahle, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Yale, δημοσίευσε μια μελέτη σχετικά με το πώς γράφτηκε το Σύνταγμα το 1787 για να εξασφαλιστεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ήταν ποτέ μια αληθινή δημοκρατία [1]. Πιο πρόσφατα, το 2014, δύο καθηγητές Πολιτικών Επιστημών, ο Martin Gilens στο Πρίνστον και ο Benjamin I. Page στο Northwestern, έδειξαν ότι το σύστημα έχει εξελιχθεί έτσι ώστε σήμερα όλοι οι νόμοι ψηφίζονται κατόπιν αιτήματος και υπό τον έλεγχο μιας οικονομικής ελίτ χωρίς ποτέ να λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις του πληθυσμού [2].

Η προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα επισημάνθηκε από την χρηματοπιστωτική, και στη συνέχεα, οικονομική κρίση, το 2008, της οποίας η κύρια συνέπεια είναι το τέλος του κοινωνικού συμβολαίου. Μέχρι τώρα, αυτό που ένωσε τους Αμερικανούς, ήταν το «αμερικανικό όνειρο», η ιδέα ότι ο καθένας μπορούσε να βγει από τη φτώχεια και να γίνει πλούσιος από τον καρπό της εργασίας του. Μπορούσε ο καθένας να παραδεχθεί όλα τα είδη των αδικιών με τον όρο να έχει την ελπίδα ότι «μπορεί να τα καταφέρει». Από τούδε και στο εξής, με την εξαίρεση των «υπερ-πλουσίων» για τους οποίους ο πλουτισμός δεν έχει τέλος, το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι να μη καταρεύσει.

Το τέλος του «αμερικανικού ονείρου» οδήγησε πρώτα στη δημιουργία κινημάτων του θυμού στη δεξιά, το Tea Party το 2009 και στην αριστερά το Occupy Wall Street το 2011. Η γενική ιδέα ήταν ότι το άνισο σύστημα δεν ήταν πλέον αποδεκτό, όχι επειδή είχε φθαρεί, αλλά επειδή είχε γίνει σταθερό και μόνιμο. Οι υποστηρικτές του Tea Party υποστήριζαν ότι για να πάνε τα πράγματα καλύτερα, έπρεπε να μειωθούν οι φόροι και ο καθένας να τα καταφέρει μόνος του, αντί να περιμένει μια κοινωνική προστασία· ενώ εκείνοι του Occupy Wall Street πίστευαν ότι θα έπρεπε αντίθετα, να επιβληθεί φορολογία στους υπερ-πλουσίους και να αναδιανεμηθεί αυτό που θα τους είχαν πάρει.

Ωστόσο, αυτό το βήμα ξεπεράστηκε το 2015 με τον Ντόναλντ Τραμπ, έναν δισεκατομμυριούχο που δεν αμφισβητεί το σύστημα, αλλά ισχυρίζεται ότι έχει ωφεληθεί από το "αμερικανικό όνειρο" και ότι μπορεί να το ανακινήσει. Έτσι, εν πάση περιπτώσει, κατάλαβαν οι πολίτες το σύνθημα του « America great again ! » (Η Αμερική μεγάλη και πάλι!).
Οι υποστηρικτές του δεν σκοπεύουν να σφίξουν λίγο περισσότερο τη ζώνη τους για να χρηματοδοτηθεί το στρατοβιομηχανικό σύμπλεγμα και να αναζωογονηθεί ο ιμπεριαλισμός, αλλά ελπίζουν ότι θα τους δοθεί η δυνατότητα, με τη σειρά τους, να πλουτίσουν, όπως το έκαναν γενιές Αμερικανών πριν από αυτούς.

Ενώ το Tea Party και το Occupy Wall Street νομιμοποίησαν αντίστοιχα τις υποψηφιότητες του Τεντ Κρουζ στους Ρεπουμπλικάνους και του Bernie Sanders στους Δημοκρατικούς, η υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ απειλεί τις πάγιες θέσεις εκείνων που προστατεύτηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008 κλειδώνοντας το σύστημα. Εμφανίζεται επομένως, όχι αντίθετος στους υπερ-πλούσιους, αλλά στους ανώτερους υπαλλήλους και επαγγελματίες πολιτικούς, σε όλους τους «βολεμένους έχοντες», που απολαμβάνουν μεγάλο εισόδημα χωρίς ποτέ να πάρουν προσωπικό ρίσκο. Αν θέλετε να συγκρίνετε τον Ντόναλντ Τραμπ με ευρωπαϊκές προσωπικότητες, δεν πρέπει να συγκριθεί ούτε με τον Ζαν-Μαρί Λεπέν ή τον Jörg Haider, αλλά με τον Bernard Tapie και τον Μπερλουσκόνι.

Πώς θα αντιδράσουν οι κυβερνήτες;
Ποιον θα βάλουν να εκλεγεί πρόεδρος;

Μέχρι στιγμής, η αμερικανική «αριστοκρατία» -σύμφωνα με την έκφραση του Alexander Hamilton αποτελούταν αποκλειστικά από WASP, δηλαδή από τους White Anglo-Saxons Protestants (λευκοί αγγλοσάξονες και προτεστάντες) [Αρχικά το "P" σήμαινε «Πουριτανοί», αλλά με το χρόνο, η ιδέα επεκτάθηκε σε όλους τους «προτεστάντες»]. Ωστόσο, η πρώτη εξαίρεση συνέβη το 1961 με τον Ιρλανδό καθολικό Τζον Κένεντι, ο οποίος επέτρεψε να επιλυθεί ειρηνικά το πρόβλημα του φυλετικού διαχωρισμού. Και η δεύτερη το 2008 με τον μαύρο Κενυάτη Μπαράκ Ομπάμα, γεγονός που επέτρεψε να δοθεί η ψευδαίσθηση της φυλετικής ενσωμάτωσης.
Παρ ’όλα αυτά, σε καμία από αυτές τις δυο περιπτώσεις, ο εκλεγμένος δεν έκανε χρήση της εξουσίας του για να ανανεώσει την άρχουσα τάξη. Κανένας από τους δυο, παρά την υπόσχεση για γενικό αφοπλισμό για τον πρώτο και πυρηνικό αφοπλισμό και για τον δεύτερο, δεν μπορούσε να αναλάβει τίποτα εναντίον του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος. Είναι αλήθεια ότι και στις δύο περιπτώσεις τους είχαν επιβάλει έναν από τους αντιπρόσωπους του ως αντιπρόεδρο, τον τον Λίντον Τζόνσον και ο Joe Biden· ένα εναλλακτικό μέτρο που ενεργοποιήθηκε στην περίπτωση του Κένεντι.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, από τη πλευρά του, ενσαρκώνει με το αντισυμβατικό λέγειν του, ένα λαϊκισμό σε αντίθεση με τους συμβατικούς τρόπους του "πολιτικά ορθού" που αγαπούν οι WASP. Είναι σαφές ότι η στραβή συμφωνία μεταξύ του πρόεδρου του National Governors Association (εθνική ένωση των κυβερνητών), του κυβερνήτη της Γιούτα Gary Herbert και του Ντόναλντ Τραμπ, δείχνει ότι μια συμφωνία μεταξύ του τελευταίου και της άρχουσας τάξης θα είναι πολύ δύσκολη να βρεθεί.

Υπάρχουν άλλες δύο επιλογές: η Χίλαρι Κλίντον και ο Τεντ Cruz. Ο τελευταίος είναι ένας ισπανόφωνος που έγινε διανοητικά WASP μετά την "αλλαξόπιστη" του στο ευαγγελικό προτεσταντισμό. Ο διορισμός του μπορεί να επιτύχει μια παρόμοια επιχείρηση με αυτή της εκλογής του Ομπάμα, αυτή τη φορά, δείχνοντας προθυμία να ενταχθούν οι "Λατίνοι" μετά το χάιδεμα των "μαύρων". Δυστυχώς, αν και ξεκίνησε από μια εταιρεία που εργάζεται τόσο για τη CIA όσο και για το Πεντάγωνο, πρόκειται για ένα εντελώς τεχνητό πρόσωπο που θα δυσκολευτεί να φορέσει το κοστούμι.

Παραμένει η Χίλαρι Κλίντον, η φεμινίστρια δικηγόρος, της οποίας η εκλογή θα επέτρεπε να παρουσιαστεί ως θέληση της ενσωμάτωσης των γυναικών. Αλλά η παράλογη συμπεριφορά και –οι κρίσεις υστερικής οργής της δεν μπορούν παρά να προκαλέσουν ανησυχία. Ωστόσο, βρίσκεται υπό σοβαρή δικαστική έρευνα που επιτρέπει να της ασκηθεί ένας διαρκής εκβιασμός και ως εκ τούτου να την ελέγχουν.

Σε κανένα σημείο αυτής της ανάλυσης, δεν περίγραφα τα προγράμματα των υποψηφίων. Είναι επειδή δεν μετράνε στην πραγματικότητα, στην τοπική πολιτική φιλοσοφία.
Από την εποχή της "Κοινοπολιτείας" του Όλιβερ Κρόμγουελ, η αγγλοσαξονική πολιτική σκέψη θεωρεί την έννοια του γενικού συμφέροντος ως σφετερισμό που στοχεύει να καλύψει δικτατορικές προθέσεις. Οι υποψήφιοι δεν έχουν λοιπόν πρόγραμμα για τη χώρα τους, αλλά «θέσεις» σε συγκεκριμένα θέματα, τα οποία τους επιτρέπουν να αποκτήσουν «υποστηρίξεις». Οι εκλεγμένοι -ο πρόεδρος, οι βουλευτές, οι κυβερνήτες, οι εισαγγελείς, οι σερίφηδες, κ.λπ.- δεν ισχυρίζονται ότι εξυπηρετούν το κοινό καλό, αλλά να ικανοποιούν τη μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία των ψηφοφόρων τους. Σε μια προεκλογική συγκέντρωση, ένας υποψήφιος ποτέ δεν θα παρουσιάσει τη «κοσμοθεωρία» του, αλλά θα παραδώσει το κατάλογο των υποστηρίξεων που διαθέτει ήδη για να καλέσει και άλλες "κοινότητες" να τον εμπιστευτούν έτσι ώστε να τους υπερασπιστεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η πολιτική προδοσία στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι να αλλάξει κόμμα, αλλά να δράσει εναντίον των υποτεθειμένων συμφερόντων της κοινότητας του.

Η πρωτοτυπία αυτής της ιδέας είναι ότι οι πολιτικοί δεν έχουν την υποχρέωση για συνοχή στις ομιλίες τους, αλλά μόνο για τα συμφέροντα που υπερασπίζονται. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι τα έμβρυα είναι ανθρώπινα όντα και να καταδικάσει την άμβλωση στο όνομα της προστασίας της ανθρώπινης ζωής, και στη συνέχεια, στην επόμενη πρόταση, να υποστηρίξει το υποδειγματικό χαρακτήρα της θανατικής ποινής.

Δεν θα υπάρξει μεγάλη διαφορά μεταξύ της πολιτικής που θα ακολουθήσει ο ευαγγελιστής Τεντ Κρουζ, η φεμινίστρια Χίλαρι Κλίντον ή ο μαρξιστής Bernie Sanders. Και οι τρεις αναμένεται να περπατήσουν στα βήματα που ήδη περιγράφονται από τον George W. Bush και τον Μπαράκ Ομπάμα.
Ο Τεντ Κρουζ αναφέρεται στη Βίβλο –στην ουσία σε εβραϊκές αξίες της Παλαιάς Διαθήκης - και απευθύνεται σε θρησκευτικό εκλογικό σώμα με επιστροφή στις θεμελιώδεις αξίες των «Πατέρων Ιδρυτών». Το ξεμπλοκάρισμα του συστήματος θα ήταν λοιπόν ένα προσωπικό ηθικό ζήτημα, και τα χρήματα υποτίθενται ότι θα ήταν «δώρο του Θεού σε εκείνους που τον φοβούνται».

Από την πλευρά της, η Χίλαρι Κλίντον οδηγεί την εκστρατεία της προς τις γυναίκες και θεωρεί ως δεδομένη την ψήφο εκείνων που πλουτεύσαν υπό την προεδρία του συζύγου της. Για εκείνους, το ξεμπλοκάρισμα του συστήματος θα ήταν μόνο μια οικογενειακή υπόθεση.

Ενώ ο Bernie Sanders καταγγέλλει τη υφαρπαγή του πλούτου από το 1% του πληθυσμού και ζητεί την αναδιανομή του. Οι υποστηρικτές του ονειρεύονται μια επανάσταση από την οποία θα επωφεληθούν, χωρίς να χρειαστεί να τη κάνουν.

Μόνο η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια αλλαγή στο σύστημα. Σε αντίθεση με τις δηλώσεις του, είναι ο μόνος λογικός υποψήφιος, επειδη δεν είναι πολιτικός, αλλά ένας επιχειρηματίας, ένας dealmaker. Αγνοεί τα πάντα για τα θέματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει και δεν έχει κανένα a priori. Θα αρκεστεί να πάρει αποφάσεις σύμφωνα με τις συμμαχίες που θα σχηματίσει, βλέποντας και κάνοντας. Για το καλύτερο ή για το χειρότερο.

Περιέργως, τα κράτη όπου ο Bernie Sanders κέρδισε είναι σχεδόν τα ίδια με εκείνα του Τεντ Κρουζ, ενώ εκείνα του Ντόναλντ Τραμπ περιλαμβάνουν σχεδόν το σύνολο αυτών της Χίλαρι Κλίντον. Είναι επειδή, ασυνείδητα, οι πολίτες συλλαμβάνουν το μέλλον τους, είτε μέσω της ηθικής που θα επιτρέψει την εξαγορά και μετά τον εμπλουτισμό (Σάντερς και Κρουζ) είτε μέσω της εργασίας και της υλικής επιτυχίας που φέρεται ότι θα φέρει (Τραμπ και Κλίντον).

Σε αυτό το σημείο, είναι αδύνατο να προβλέψουμε ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος και αν αυτό έχει καμία σημασία.
Αλλά για αναπόφευκτους δημογραφικούς λόγους, αυτό το σύστημα θα καταρρεύσει από μόνο του τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι οι Αγγλοσάξονες θα γίνουν μειονότητα.

Μετάφραση
Κριστιάν Άκκυριά
Πηγή
Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα)

[1How Democratic is the American Constitution?, Robert A. Dahl, Yale University Press, 2002.

[2«Testing Theories of American Politics: Elites, Interest Groups, and Average Citizens», Martin Gilens and Benjamin I. Page, Perspectives on Politics, Volume 12, Issue 03, September 2014, pp. 564-581.