Οι μεσοπρόθεσμες αμερικανικές εκλογές ερμηνεύτηκαν από τα μέσα ενημέρωσης mainstream σε συνάρτηση του μεροληπτικού χάσματος Ρεπουμπλικάνων / Δημοκρατικών. Ωστόσο, συνεχίζοντας την ανάλυση της βαθιάς εξέλιξης του κοινωνικού ιστού, ο Τιερί Μεϊσάν βλέπει σε αυτή, την απότομη πτώση των Πουριτανών εναντίον των Λουθηριανών και των Καθολικών. Η πολιτική επανευθυγράμμιση του Ντόναλντ Τραμπ είναι στο δρόμο να επιτύχει, όπως και πριν από αυτόν, εκείνη του Ρίτσαρντ Νίξον.
Στις μεσοπρόθεσμες εκλογές των ΗΠΑ, οι ψηφοφόροι κλήθηκαν να ψηφίσουν με ενοποιημένο τρόπο για να ανανεώσουν το σύνολο των μελών της ομοσπονδιακής Βουλής των Αντιπροσώπων και το ένα τρίτο των μελών της ομοσπονδιακής Γερουσίας. Επιπλέον, σε τοπικό επίπεδο, διόρισαν 36 κυβερνήτες, με πολλές άλλες τοπικές λειτουργίες και απάντησαν σε 55 δημοψηφίσματα.
Οι εκλογές αυτές θεωρούνται ως πολύ λιγότερο κινητοποιητικές από αυτές του προέδρου.
Οι πολιτικολόγοι των ΗΠΑ ενδιαφέρονται ελάχιστα για το ποσοστό συμμετοχής , καθώς είναι δυνατόν να συμμετέχει κανείς μόνο σε ορισμένες από αυτές τις ομαδοποιημένες εκλογές και όχι σε άλλες.
Ενώ, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η προσέλευση στις προεδρικές εκλογές κυμαίνεται μεταξύ 51 και 61% (με εξαίρεση την ψηφοφορία για τη δεύτερη θητεία του Μπιλ Κλίντον, η οποία είχε συγκεντρώσει μόνο μια μειοψηφία ψηφοφόρων), η προσέλευση στις ενδιάμεσες εκλογές κυμαίνονται από 36 έως 41% (με εξαίρεση το 2018, που έφτασε στο 49%). Έτσι, από τη σκοπιά της συμμετοχής των πολιτών, αν και οι κανόνες του παιχνιδιού είναι δημοκρατικοί, στη πρακτική δεν υφίστανται καθόλου. Εάν υπήρχε απαρτία [1], λίγα θα ήταν τα μέλη του Κογκρέσου που θα εκλέγονταν. Οι βουλευτές και οι γερουσιαστές επιλέγονται συνήθως από λιγότερο από το 20% του πληθυσμού.
Εκείνοι που αναλύουν τα αποτελέσματα των εκλογών προκειμένου να προβλέψουν τη σταδιοδρομία των υποψηφίων παρατηρούν διακριτικά μεροληπτικά χάσματα. Αυτή τη φορά, η Βουλή των Αντιπροσώπων θα είναι με Δημοκρατική πλειοψηφία και η Γερουσία με ρεπουμπλικανική πλειοψηφία.
Αυτός ο λογαριασμός επιτρέπει, για παράδειγμα, να προβλεφθεί το περιθώριο ελιγμών του προέδρου σε σχέση με το Κογκρέσο. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, δεν επιτρέπει πλέον να κατανοήσουμε την εξέλιξη της αμερικανικής κοινωνίας.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016, ένας πρώην Δημοκρατικός, ο Ντόναλντ Τραμπ, έθεσε υποψηφιότητα για τη προεδρία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Αντιπροσώπευε ένα πολιτικό ρεύμα που απουσίαζε από το αμερικανικό τοπίο μετά την παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον: τους Τζάκσονες. Δεν είχε a priori καμία πιθανότητα να πάρει τη ψήφο έγκρισης του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Απέκλεισε, ωστόσο, έναν-έναν, τους 17 ανταγωνιστές του, πήρε τη ψήφο έγκρισης και κέρδισε τις εκλογές έναντι στην προτιμώμενη των δημοσκοπήσεων, Χίλαρι Κλίντον.
Οι Τζάκσονες (από το όνομα του πρόεδρου Andew Jackson, 1829-1837) είναι υπερασπιστές της λαϊκής δημοκρατίας και των ατομικών ελευθεριών, τόσο ενώπιον της πολιτικής όσο και οικονομικής εξουσίας. Αντίθετα, η τότε επικρατούσα ιδεολογία, τόσο στο Δημοκρατικό Κόμμα όσο και στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ήταν αυτή των Πουριτανών: ηθική τάξη και ιμπεριαλισμός.
Κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας, είχα επισημάνει ο η άνοδος σε ισχύ του Ντόναλντ Τραμπ σήμανε την αναζωογόνηση μιας θεμελιώδους σύγκρουσης: από τη μια πλευρά οι διάδοχοι των «Πατέρων Προσκυνητών» (οι Πουριτανοί που ίδρυσαν τις βρετανικές αποικίες της Αμερικής) και από την άλλη, οι διάδοχοι των μεταναστών που αγωνίστηκαν για την ανεξαρτησία της χώρας [2].
Η πρώτη ιστορική συνιστώσα των Ηνωμένων Πολιτειών (οι Πουριτανοί) σκόπευαν να δημιουργήσουν αποικίες με "αγνό (pure)" τρόπο ζωής (με τη καλβινιστική έννοια του όρου) και να ακολουθούν την εξωτερική πολιτική της Αγγλίας. Η δεύτερη (Αγγλικανοί, Λουθηρανοί και Καθολικοί) διέφυγε από τη δυστυχία την οποία υπέφερε στην Ευρώπη και έλπιζε να τα βγάλει πέρα με την εργασία της.
Αυτές οι δύο ομάδες είχαν βρει μια συναίνεση γύρω από το Σύνταγμά τους. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες που συνέταξαν τον θεμελιώδη νόμο εξήγησαν από μακρού ότι επιθυμούσαν να αναπαραγάγουν το πολιτικό σύστημα της αγγλικής μοναρχίας, χωρίς όμως να δημιουργούν μια αριστοκρατία [3]. Ενώ οι δεύτεροι, οι οποίοι πρόσθεσαν το Bill of Rights (τις 10 πρώτες τροπολογίες στο Σύνταγμα), ήθελαν να ακολουθούν το «αμερικανικό όνειρο» τους χωρίς να κινδυνεύουν να συνθλίβονται από οποιοδήποτε «Κρατικό Λόγο» (Raison d’État).
Τα τελευταία χρόνια, τα Δημοκρατικό και Ρεπουμπλικανικό κόμματα εξελίχθηκαν έτσι ώστε να γίνουν οι εκπρόσωποι της πουριτανικής σκέψης της, να υπερασπιστούν την ηθική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Οι Μπους είναι άμεσοι απόγονοι των «Πατέρων Προσκυνητών», ο Μπαράκ Ομπάμα συνέθεσε το πρώτο του υπουργικό συμβούλιο βασιζόμενος σε μεγάλο βαθμό στα μέλη της Κοινωνίας των Προσκυνητών (της Pilgrim’s Society, η υπερατλαντική λέσχη υπό την προεδρία της Βασίλισσας Ελισάβετ Β). Η Χίλαρι Κλίντον υποστηρίχτηκε από το 73% των «Ιουδαίο-Χριστιανών» [4] κλπ. Αντίθετα, ο Ντόναλντ Τραμπ αντιπροσώπευσε, μόνος του, την άλλη συνιστώσα της πολιτικής ιστορίας των ΗΠΑ. Κατάφερε μέσα σε λίγους μήνες να πάρει τον έλεγχο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και να το φέρει, τουλάχιστον φαινομενικά, προς τις πεποιθήσεις του.
Στην τρέχουσα κατάσταση, περίπου το ένα τρίτο των Αμερικανών πολώθηκε βίαια μεταξύ υπέρ- και κατά-Τραμπ, ενώ τα άλλα δύο τρίτα, πολύ πιο μετριοπαθή, στέκονται πίσω. Πολλοί παρατηρητές θεωρούν ότι η χώρα είναι από τώρα και στο εξής τόσο διαιρεμένη όσο ήταν στη δεκαετία του 1850, λίγο πριν από τον εμφύλιο πόλεμο, γνωστό ως «πόλεμος απόσχισης ή αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος». Σε αντίθεση με τον μύθο, η σύγκρουση δεν έθετε ένας δουλεμπορικός Νότος ενώπιον ενός Βορρά κατά της σκλαβιάς, καθώς και οι δύο πλευρές ασκούσαν τη δουλεία. Αφορούσε στην πραγματικότητα την οικονομική πολιτική και έθετε αντίπαλους έναν γεωργικό και καθολικό Νότο με ένα βιομηχανικό και προτεσταντικό Βορρά. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, οι δύο πλευρές επιχείρησαν να στρατολογήσουν τους δούλους στους στρατούς τους. Ο Βορράς ήταν σύντομα σε θέση να τους απελευθερώσει, ενώ ο Νότος περίμενε να σφραγίσει τη συμμαχία του με το Λονδίνο. Ιστορικοί έδειξαν ότι, από πολιτιστικής απόψεως, αυτή η σύγκρουση παράτεινε τον αγγλικό εμφύλιο πόλεμο, γνωστό ως «Μεγάλη Εξέγερση» (Λόρδος Κρόμγουελ vs Κάρολος Α’).
Ωστόσο, σε αντίθεση με την Αγγλία, όπου οι Πουριτανοί έχασαν τελικά, ήταν οι απόγονοί τους που νίκησαν στις ΗΠΑ.
Οι μέθοδοι κακοποιού του Ρίτσαρντ Νίξον μας έκαναν δυστυχώς να ξεχάσουμε τα πολιτικά του επιτεύγματα.
Ήταν αυτή η σύγκρουση που απείλησε να επανεμφανιστεί υπό τον Ρίτσαρντ Νίξον, η οποία φαίνεται ανοικτά σήμερα. Δεν είναι εξάλλου άσχετο το γεγονός ότι ο καλύτερος ιστορικός του ζητήματος αυτού [5] είναι ο Kevin Phillips, ο πρώην εκλογικός στρατηγικός που βοήθησε τον Νίξον να κατακτήσει τον Λευκό Οίκο. Ο Νίξον αποκατέστησε τους ψηφοφόρους του Νότου, αναγνώρισε την Λαϊκή Κίνα και τερμάτισε το πόλεμο του Βιετνάμ (που ξεκίνησε από τους Δημοκρατικούς).Ήρθε σε σύγκρουση με το καταστημένο (establishment) της Ουάσινγκτον, το οποίο τον ανάγκασε να παραιτηθεί (υπόθεση Watergate).
Κάποιος μπορεί βέβαια να ερμηνεύσει τα αποτελέσματα των μεσοπρόθεσμων εκλογών του 2018 σύμφωνα με το χάσμα Ρεπουμπλικάνους / Δημοκρατικούς και να συμπεραίνει μια αδύναμη πρόοδο του Δημοκρατικού Κόμματος. Αλλά πρέπει προπαντός να τα διαβάσουμε σύμφωνα με το χάσμα Λουθηριανών / Καλβινιστών.
Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι όχι μόνο ο πρόεδρος Τραμπ συμμετείχε εκτενώς σε αυτή την εκστρατεία, αλλά και ο προκάτοχός του Ομπάμα. Ο στόχος ήταν είτε να υποστηριχθεί η πολιτιστική επανευθυγράμμιση του Ντόναλντ Τραμπ, είτε να κερδηθεί η πλειοψηφία στο Κογκρέσο για να καθαιρεθεί με οποιοδήποτε πρόσχημα. Το αποτέλεσμα είναι σαφές: η καθαίρεση είναι αδύνατη και ο Ντόναλντ Τραμπ διαθέτει την υποστήριξη μιας πλειοψηφίας κυβερνητών, γεγονός που καθιστά δυνατή η επανεκλογή του.
Οι νεοεκλεγμένοι Δημοκρατικοί είναι νέοι, υποστηρικτές του Bernie Sanders, πολύ εχθρικοί προς το κατεστημένο του κόμματός τους, συμπεριλαμβανομένης της Hillary Clinton. Προπαντός, ανάμεσα στους υποψήφιους των Ρεπουμπλικάνων, ΟΛΟΥΣ όσους ο πρόεδρος Τράμπ πήγε να υποστηρίξει επί τόπου εκλέχθηκαν. Εκείνοι που αρνήθηκαν τη βοήθειά του, ηττήθηκαν.
Οι ηττημένοι των εκλογών αυτών - στην πρώτη τάξη των οποίων ο Τύπος και ο Μπαράκ Ομπάμα - δεν αποτυγχάνουν επειδή είναι Ρεπουμπλικάνοι ή Δημοκρατικοί, αλλά επειδή είναι Πουριτανοί. Σε αντίθεση με τα σχόλια των κυριαρχικών μέσων ενημέρωσης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν σκίζονται πλέον, αλλά μεταρρυθμίζονται. Αν συνεχιστεί αυτή η διαδικασία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναμένεται ότι θα εγκαταλείψουν τη ρητορική τους για ηθική τάξη και η χώρα θα πρέπει να επιστρέψει διαρκώς σε μια πολιτική ηγεμονίας και όχι πλέον ιμπεριαλιστική. Μεσο-μακροπρόθεσμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να επανακτήσουν τη συνταγματική τους συναίνεση.
[1] Απαρτία είναι ο ελάχιστος αριθμός συμμετεχόντων που απαιτείται για έγκυρη εκλογή. Οι χώρες που την εφαρμόσουν για εκλογές με καθολική ψηφοφορία γενικά την καθορίζουν στο μισό εκλογικό σώμα.
[2] “Οι Ηνωμένες Πολιτείες Θα μεταλλαχτούν ή θα γίνουν κομμάτια”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα) , Δίκτυο Βολταίρος, 26 octobre 2016.
[3] How Democratic Is the American Constitution ? (Πόσο δημοκρατικό είναι το αμερικανικό Σύνταγμα;), Robert A. Dahl, Yale University Press, 2002.
[4] Με τον όρο «ιουδαιο-χριστιανικό», εννοώ τους ανθρώπους που βασίζουν τη ζωή τους ταυτόχρονα στις εβραϊκές γραφές (Παλαιά Διαθήκη) και τις χριστιανικές γραφές (Καινή Διαθήκη) χωρίς να παρατηρήσουν αντίφαση μεταξύ τους.
[5] The Cousins’ Wars, Kevin Philipps, Basic Books, 1999.