Στο Βερολίνο, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Ουκρανία προσπάθησαν να αμβλύνουν τις συγκρούσεις στην Ουκρανία και Συρία. Ωστόσο, από την πλευρά της Ρωσίας αυτές οι συγκρούσεις υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή ο στόχος των ΗΠΑ δεν είναι η υπεράσπιση της δημοκρατίας που επικαλούνται, αλλά ο αποκλεισμός των δρόμων του μεταξιού, ώστε να παρεμποδίσουν την ανάπτυξη της Ρωσίας και της Κίνας. Διαθέτοντας τη υπεροχή στα συμβατικά όπλα, η Μόσχα έκανε τα πάντα για να συνδέσει τη Μέση Ανατολή με την Ανατολική Ευρώπη.
Το πέτυχε ανταλλάζοντας τη παράταση της εκεχειρίας στη Συρία έναντι της διακοπής του μπλοκαρίσματος των συμφωνιών του Μινσκ. Από την άλλη, η Ουάσιγκτον ψάχνει πάντα να ξεφορτώσει την ενοχή της πάνω σε έναν από τους συμμάχους της. Μετά την αποτυχία με τη Τουρκία, η CIA στρέφεται προς τη Σαουδική Αραβία.
Η σύγκρουση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας και της Κίνας εξελίσσεται σε δύο μέτωπα: αφενός, η Ουάσιγκτον αναζητεί έναν αποδιοπομπαίο τράγο στον οποίο θα φορτώσει την ευθύνη για τον πόλεμο κατά της Συρίας, αφετέρου δε, η Μόσχα, η οποία ήδη έχει συνδέσει τις συριακή και της υεμενική υποθέσεις, προσπαθεί να τις συνδέσει με το ουκρανικό ζήτημα.
Για να απεμπλακεί με ψηλό το κεφάλι, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να
φορτώσουν την ευθύνη για τα εγκλήματά τους σ’ έναν από τους συμμάχους τους. Έχουν τρεις επιλογές: είτε να φορέσει το καπέλο στη Τουρκία, είτε στη Σαουδική Αραβία, είτε και στις δύο. Η Τουρκία είναι παρούσα στη Συρία και την Ουκρανία, αλλά όχι στην Υεμένη, ενώ η Αραβία είναι παρούσα στη Συρία και την Υεμένη, αλλά όχι στην Ουκρανία.
Η Τουρκία
Διαθέτουμε σήμερα επαληθευμένες πληροφορίες σχετικά με το τι πραγματικά συνέβη στις 15 Ιουλίου στην Τουρκία· πληροφορίες οι οποίες μας αναγκάζουν να αναθεωρήσουμε την αρχική μας άποψη.
Πρώτον, αποδείχθηκε ότι η ανάθεση της διοίκησης των τζιχαντιστικών ορδών στην Τουρκία μετά την επίθεση στον Σαουδάραβα πρίγκιπα Μπαντάρ μπιν Σουλτάν δεν ήταν χωρίς προβλήματα: πράγματι, αν ο Μπαντάρ ήταν ένας υπάκουος ενδιάμεσος, ο Ερντογάν εφάρμοζε τη δική του στρατηγική για τη δημιουργία μιας 17ης τουρκομογγολικής αυτοκρατορίας, γεγονός που τον οδήγησε να χρησιμοποιήσει τους τζιχαντιστές εκτός της αποστολής του.
Στην συνέχεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μπορούσαν να μην επιβάλουν κυρώσεις στον πρόεδρο Ερντογάν ο οποίος ανοιγόταν οικονομικά στη Ρωσία, ενώ η Τουρκία είναι μέλος του στρατιωτικού τμήματος του ΝΑΤΟ.
Τέλος, με την κρίση γύρω από την παγκόσμια εξουσία, ο πρόεδρος Ερντογάν γινόταν ο ιδανικός αποδιοπομπαίος τράγος για να βγουν από τη συριακή κρίση.
Η άποψη των ΗΠΑ είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι η Τουρκία, ως περιφερειακή σύμμαχος ζωτικής σημασίας, ούτε η ΜΙΤ (μυστικές υπηρεσίες) του Χακάν Φιντάν ο οποίος οργανώνει το τζιχαντιστικό κίνημα στον κόσμο, αλλά ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ως εκ τούτου, το National Endowment for Democracy (NED) προσπάθησε τον Αύγουστο του 2013 να οργανώσει μια χρωματιστή επανάσταση (η «επανάσταση των πιγκουίνων»), οργανώνοντας διαδηλώσεις στο Gezi Park της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο είτε η επιχείρηση απέτυχε είτε η Ουάσιγκτον άλλαξε γνώμη.
Η απόφαση που πάρθηκε ήταν να ανατραπούν οι ισλαμιστές του ΑΚΡ μέσω της κάλπης. Η CIA οργάνωσε την μεταβολή του HDP σε πραγματικό κόμμα των μειονοτήτων και ετοίμασε μια συμμαχία μεταξύ του ιδίου και των Σοσιαλιστών του CHP. Το HDP υιοθέτησε ένα πολύ ανοικτό πρόγραμμα υπεράσπισης των εθνοτικών μειονοτήτων (Κούρδοι) και των κοινωνικών μειονοτήτων (φεμινίστριες, ομοφυλόφιλοι), καθώς επίσης συμπεριέλαβε και μια οικολογική συνιστώσα στις γραμμές του. Το CHP αναδιοργανώθηκε ώστε να κρύψει την υπερ-εκπροσώπηση των Αλεβιτών [1] στο κόρφο του και να προωθήσει την υποψηφιότητα του πρώην προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ωστόσο, αν αφού το ΑΚΡ έχασε τις εκλογές τον Ιουλίου του 2015, δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί η συμμαχία HDP-CHP. Ως εκ τούτου, νέες εκλογές διεξήχθησαν τον Νοέμβριο του 2015, αλλά νοθεύτηκαν κατάφωρα από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η Ουάσινγκτον αποφάσισε να εξαλείψει σωματικά τον Ερντογάν.
Τρεις απόπειρες δολοφονίας πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του Νοεμβρίου 2015 και του Ιουλίου 2016.
Σε αντίθεση με ό, τι ειπώθηκε, η επιχείρηση της 15ης Ιουλίου του 2016 δεν ήταν απόπειρα πραξικοπήματος, αλλά μια απόπειρα δολοφονίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η CIA είχε χρησιμοποιήσει τις τουρκοαμερικανικές βιομηχανικές και στρατιωτικές διασυνδέσεις της για να προσλάβει μια μικρή ομάδα μέσα στην Πολεμική Αεροπορία η οποία θα αναλάμβανε να εκτελέσει τον πρόεδρο κατά τη διάρκεια των διακοπών του. Δυστυχώς για CIA, αυτή η ομάδα προδόθηκε από ισλαμιστές αξιωματικούς (που είναι σχεδόν το ένα τέταρτο του στρατού) και ο πρόεδρος προειδοποιήθηκε μία ώρα πριν από την άφιξη των καταδρομών. Μεταφέρθηκε τότε με συνοδεία πιστών στρατιωτικών στην Κωνσταντινούπολη. Έχοντας επίγνωση των προβλέψιμων συνεπειών της αποτυχίας τους, οι συνωμότες ξεκίνησαν ένα πραξικόπημα χωρίς προετοιμασία ενώ η Κωνσταντινούπολη ήταν ακόμα γεμάτη κόσμο. Προφανώς απέτυχαν. Η καταστολή που ακολούθησε δεν είχε μόνο σκοπό να συλληφθούν οι υπεύθυνοι της απόπειρας δολοφονίας, ούτε οι στρατιωτικοί ο οποίοι προσχώρησαν στο αυτοσχέδιο πραξικόπημα, αλλά το σύνολο των φιλοαμερικανών: πρώτα ο κοσμικοί κεμαλιστές και ύστερα οι ισλαμιστές του Φετουλάχ Γιουλέν.
Συνολικά, απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε πάνω από 70 000 άτομα και χρειάστηκε να αφεθούν κοινοί εγκληματίες για να φυλακιστούν οι φιλοαμερικάνοι.
Η μεγαλομανία του προέδρου Ερντογάν και το παραληρητικό λευκό παλάτι του, η νοθεία των εκλογών και η ολομέτωπη καταστολή τον κάνουν τον ιδανικό εξιλαστήριο θύμα για τα λάθη που διαπράχθηκαν στη Συρία. Ωστόσο, η αντοχή του σε μια χρωματιστή επανάσταση και σε τέσσερις απόπειρες δολοφονίας δείχνουν ότι δεν θα είναι εύκολο να τον εξολοθρέψουν.
Η Σαουδική Αραβία
Η Σαουδική Αραβία είναι επίσης απαραίτητη για τις ΗΠΑ όσο και η Τουρκία.
Για τρεις λόγους: πρώτον, για τα αποθέματα του εξαιρετικής ποιότητας πετρελαίου της, (αν και δεν πρόκειται πλέον η Ουάσιγκτον να το καταναλώνει, αλλά απλώς να ελέγχει τη πώληση), δεύτερον για τα μετρητά που διαθέτει (παρότι τα έσοδά της μειώθηκαν κατά 70%) και που επιτρέπουν να χρηματοδοτούνται μυστικές επιχειρήσεις έξω από τον έλεγχο του Κογκρέσου και τρίτον , για τον έλεγχο που ασκεί στις πηγές του τζιχαντισμού.
Πράγματι, από το 1962 και της δημιουργίας του Παγκόσμιου Ισλαμικού Συνδέσμου, το Ριάντ χρηματοδοτεί για λογαριασμό της CIA τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τους Νακσμπαντί (Naqchbandis), τις δύο αδελφότητες από τις οποίες προέρχεται το σύνολο των στελεχών των τζιχαντιστών στον κόσμο.
Ωστόσο, ο αναχρονιστικός χαρακτήρας αυτού του κράτους, ιδιωτικής ιδιοκτησίας μιας αρχοντικής οικογένειας ξένης προς τις γενικά αποδεκτές αρχές της ελευθερίας της έκφρασης και της θρησκείας, απαιτεί ριζικές αλλαγές.
Η CIA οργάνωσε επί τούτου, τον Ιανουάριο του 2015, την διαδοχή του βασιλιά Αμπντάλα. Έτσι, μετά τον θάνατο Τη νύχτα του θανάτου του κυρίαρχου, η πλειοψηφία των ανίκανων απαλλάχτηκαν των αξιωμάτων τους και η χώρα αναδιοργανώθηκε πλήρως σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο.
Από τούδε και στο εξής η εξουσία χωρίζεται σε τρεις κύριες φατρίες: του βασιλιά Σαλμάν (και του αγαπημένου του γιού, πρίγκιπα Μοχάμεντ), του γιού του πρίγκιπα Ναγιέφ (άλλος πρίγκιπας Μοχάμεντ) και τέλος, του γιού του αείμνηστου βασιλιά (του πρίγκιπα Μουταίμπ, διοικητή της Εθνοφρουράς).
Στην πράξη, ο βασιλιάς Σαλμάν (81 ετών) αφήνει τον ζωηρό γιο του, πρίγκιπα Μοχάμεντ (31 ετών), να κυβερνήσει στη θέση του. Ο τελευταίος έχει αυξήσει τη σαουδαραβική εμπλοκή κατά της Συρίας και στην συνέχεια ξεκίνησε τον πόλεμο κατά της Υεμένης. Περαιτέρω, ξεκίνησε ένα τεράστιο πρόγραμμα οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που αντιστοιχεί στο «Όραμα του για το 2030».
Δυστυχώς, τα αποτελέσματα δεν είναι αυτά που οραματίστηκε: το βασίλειο βάλτωσε τόσο στην Συρία όσο και στην Υεμένη. Αυτός ο τελευταίος πόλεμος στρέφεται εναντίον του με τις επιδρομές των Χούθι στο έδαφός του και νίκες εις βάρος του στρατού του.
Στο πεδίο της οικονομίας, τα ασφαλή αποθέματα πετρελαίου βρίσκονται στο στάδιο εξάντλησης και η ήττα στη Υεμένη εμποδίζει την εκμετάλλευση του «Άδειου Τέταρτου» («Empty Quarter»), δηλαδή, μιας περιοχής ανάμεσα στις δύο χώρες. Η πτώση των τιμών του πετρελαίου σίγουρα βοήθησε στην μείωση των ανταγωνιστών, αλλά επίσης στράγγισε τα ταμεία του σαουδαραβικού Υπουργείο Οικονομικών που αναγκάζεται σήμερα να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές.
Η Σαουδική Αραβία δεν ήταν ποτέ τόσο ισχυρή και τόσο εύθραυστη. Η πολιτική καταστολή κορυφώθηκε με τον αποκεφαλισμό του ηγέτη της αντιπολίτευσης, Σεΐχη Αλ-Νίμρ. Η εξέγερση βρυχάται όχι μόνο από την μειονότητα των σιιτών, αλλά και από τις δυτικές σουνιτικές επαρχίες. Στο διεθνές πεδίο, ο Αραβικός Συνασπισμός είναι σίγουρα εντυπωσιακός, αλλά παίρνει αέρα από όλες τις πλευρές μετά την αιγυπτιακή απόσυρση. Η δημόσια προσέγγιση με το Ισραήλ κατά του Ιράν προκαλεί κατακραυγή στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Περισσότερο από μια νέα συμμαχία, δείχνει τον πανικό που έχει καταλάβει τη βασιλική οικογένεια, μισητή πλέον από όλους.
Η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι έχει έρθει η ώρα να επιλεγούν τα στοιχεία που χρειάζονται να διατηρηθούν στη Σαουδική Αραβία και εκείνα που πρέπει να διαγράψουν.
Λογικά, θα ήθελαν να γυρίσουν πίσω στην προηγούμενη κατανομή της εξουσίας μεταξύ των Σουντάιρι (Sudeiris) (αλλά χωρίς τον πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν ο οποίος αποδείχτηκε ανίκανος) και των Σαμάρ (Chammars) (η φυλή του αείμνηστου βασιλιά Αμπντουλάχ).
Το καλύτερο, τόσο για την Ουάσιγκτον όσο και για τους Σαουδάραβες, θα ήταν να πεθαίνει ο βασιλιάς Σαλμάν. Ο γιος του Μοχάμεντ θα απομακρυνόταν από την εξουσία για να δοθεί στον άλλον πρίγκιπα Μοχάμεντ (γιο του Ναγιέφ). Ενώ ο πρίγκιπας Μουταίμπ θα διατηρούσε τη θέση του. Αυτή η κληρονομιά θα ήταν πιο εύχρηστη να διοικηθεί από τη Ουάσιγκτον αν συνέβαινε πριν από την ορκωμοσία του επόμενου προέδρου, στις 6 Ιανουαρίου 2017. Ο παραλήπτης θα μπορούσε τότε να κατηγορήσει τον νεκρό για όλα τα λάθη και να κηρύξει την ειρήνη στη Συρία και την Υεμένη. Αυτό το σχέδιο επεξεργάζεται σήμερα η CIA.
Στη Σαουδική Αραβία όπως και στη Τουρκία και σε άλλες συμμαχικές χώρες, η CIA επιδιώκει να διατηρήσει τα πράγματα όπως είναι. Για το σκοπό αυτό, απλά αρκείται να οργανώνει κρυφά αλλαγές διευθυνόντων, χωρίς ποτέ να αγγίξει τις δομές. Ο αισθητικός χαρακτήρας αυτών των αλλαγών διευκολύνει μια γενική θολούρα της κατάστασης
Η Μόσχα προσπαθεί να διαπραγματευτεί τη Μέση Ανατολή μαζί και με την Ουκρανία
Η Ρωσία έχει καταφέρει να συνδέσει τα συριακά και υεμενικά πεδία μάχης. Αν οι δυνάμεις της αναπτύσσονται δημόσια στο Λεβάντε εδώ και ένα χρόνο, είναι ανεπίσημα παρούσες στην Υεμένη εδώ και τρεις μήνες και συμμετέχουν ενεργά στις μάχες. Διαπραγματευόμενη ταυτόχρονα την κατάπαυση του πυρός στο Χαλέπι και την Υεμένη, ανάγκασε τις ΗΠΑ να συνδέσουν αυτά τα δύο θέατρα επιχειρήσεων. Και στις δύο χώρες, οι στρατοί της δείχνουν την υπεροχή τους σε συμβατικά όπλα ενώπιον των σύμμαχων των ΗΠΑ, αποφεύγοντας την άμεση αντιπαράθεση με το Πεντάγωνο. Αυτή η αποφυγή εμποδίζει τη Μόσχα να εμπλακεί στο Ιράκ, παρά τους ιστορικούς δεσμούς με αυτήν την τρίτη χώρα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αιτία της διαμάχης των δυο υπερδυνάμεων είναι βασικά ο αποκλεισμός του Δρόμου του Μεταξιού τόσο στη Συρία όσο και στην Ουκρανία.
Ως εκ τούτου, η Μόσχα προσπαθεί να συνδέσει τα δύο ζητήματα στις διαπραγματεύσεις της με την Ουάσιγκτον, γεγονός που διαφαίνεται όλο και πιο σαφές καθόσον η ίδια η CIA τα έχει ήδη συνδέσει μεταξύ τους στα πεδία του πολέμου μέσω της Τουρκίας.
Πηγαίνοντας στο Βερολίνο, στις 19 Οκτωβρίου, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν και ο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, αποσκοπούσαν να πείσουν τη Γερμανία και τη Γαλλία, εν απουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, να συνδέσουν αυτά τα θέματα. Αντάλλαξαν λοιπόν την παράταση της εκεχειρίας στη Συρία με την απόφαση του ουκρανικού κλειδώματος των συμφωνιών του Μινσκ. Αυτό το παζάρεμα δεν μπορεί παρά να ερεθίσει τη Ουάσιγκτον, η οποία θα κάνει ό, τι μπορεί για να το σαμποτάρει.
Φυσικά, σε τελική ανάλυση, το Βερολίνο και το Παρίσι θα ευθυγραμμιστούν με τον αμερικανό επικυρίαρχο τους. Αλλά από την πλευρά της η Μόσχα θεωρεί ότι μια παγωμένη σύγκρουση είναι προτιμότερη από μια ήττα (στην Ουκρανία, και στην Υπερδνειστερία, για παράδειγμα), και ό, τι υποσκάπτοντας την ενότητα του ΝΑΤΟ προσδοκά το τέλος της υπεροχής των ΗΠΑ.
[1] Η θρησκεία των Αλεβιτών είναι η τουρκική εκδοχή της θρησκείας των Σύρων Αλαουϊτών.