Ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ανακοίνωσε την υπογραφή μιας κατάπαυσης του πυρός στη Συρία με την Τουρκία, μέχρι τώρα κύριο λειτουργικό υποστηρικτή των τζιχαντιστών. Πως εξηγείται αυτή η δραματική τροπή των γεγονότων; Θα καταφέρει ο πρόεδρος Ερντογάν να ανατρέψει τη χώρα του από την αμερικανική επιρροή προς τη Ρωσία; Ποιες είναι οι αιτίες και οι συνέπειες αυτής της μεγάλης αντιστροφής;
Η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, σύμμαχος της Σαουδικής Αραβίας, επικεφαλής του διεθνούς τζιχαντισμού μετά τη νοσηλεία του πρίγκιπα Μπαντάρ μπιν Σουλτάν το 2012, και ανάδοχος των Αδελφών Μουσουλμάνων μετά την ανατροπή του Μοχάμεντ Μόρσι και τη διαφωνία μεταξύ Ντόχας και Ριάντ το 2013-14. Περεταίρω, επιτέθηκε στη Ρωσία τον Νοέμβριο του 2015, καταστρέφοντας ένα Sukhoi-24 και προκαλώντας τη ρήξη των διπλωματικών σχέσεων με τη Μόσχα.
Και όμως, είναι η ίδια Τουρκία που μόλις έγινε ανάδοχος της κατάπαυσης του πυρός στη Συρία, η οποία σχεδιάστηκε από τη Ρωσία [1]. Γιατί;
Από το 2013, η Ουάσιγκτον δεν θεωρεί πλέον τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως αξιόπιστο εταίρο. Η CIA ξεκίνησε συνεπώς διάφορες επιχειρήσεις όχι εναντίον της Τουρκίας, αλλά εναντίον του Ερντογάν προσωπικά. Τον Μάιο-Ιούνιο 2013, οργανώνει και υποστηρίζει το κίνημα διαμαρτυρίας στο Taksim Gezi Park. Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2015, χρηματοδοτεί και εποπτεύει το κόμμα των μειονοτήτων, HDP, έτσι ώστε να περιορίσει τις εξουσίες του προέδρου.
Επαναλαμβάνει την ίδια τακτική κατά τη διάρκεια των εκλογών του Νοεμβρίου 2015 τις οποίες νοθεύει η εξουσία. Η CIA στη συνέχεια περνά από τη πολιτική επιρροή στη μυστική δράση. Οργανώνει τέσσερις απόπειρες δολοφονίας, αλλά η τελευταία, τον Ιούλιο του 2016, θα πάει στραβά, ωθώντας τους Κεμαλιστές αξιωματικούς να επιχειρήσουν ένα πραξικόπημα χωρίς καμία προετοιμασία.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, βρίσκεται επομένως στη θέση του Ιταλού πρωθυπουργού της δεκαετίας του ’70, Άλντο Μόρο. Οι δύο άνδρες είναι επικεφαλής κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και πρέπει να αντιμετωπίσουν την εχθρότητα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το ΝΑΤΟ κατάφερε να εξαλείψει τον Ιταλό, μεταχειριζόμενο μια ακροαριστερή ομάδα [2], αλλά απέτυχε να σκοτώσει τον Τούρκο.
Εξάλλου, για να κερδίσει τις εκλογές του Νοέμβριου 2015, ο Ερντογάν κολάκευσε τους τουρκομογγόλους υπερεθνικιστές ξανανοίγοντας μονομερώς την σύγκρουση με την κουρδική μειονότητα. Στην πραγματικότητα, πρόσθεσε στην ισλαμιστική εκλογική βάση του ΑΚΡ, τους λεγόμενους "εθνικιστές" του MHP. Μέσα σε λίγους μήνες, σκότωσε πάνω από 3.000 Τούρκους πολίτες κουρδικής εθνότητας και ισοπέδωσε πολλά χωριά, ακόμη και συνοικίες μεγάλων πόλεων.
Τέλος, παραδίδοντας στην Αλ Κάιντα και στο Νταές τα όπλα που του έστειλαν η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και το ΝΑΤΟ, έδεσε μια στενή σχέση με τις τζιχαντιστικές οργανώσεις. Δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει τον πόλεμο κατά της Συρίας για να βγάλει λεφτά προσωπικά. Καταρχάς αποσυναρμολογώντας και λεηλατώντας τα εργοστάσια του Χαλεπιού, και μετά διακινώντας το πετρέλαιο και τις κλεμμένες αρχαιότητες από τους τζιχαντιστές. Σταδιακά όλη η φατρία του συνδέθηκε με τους τζιχαντιστές. Για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός του, ο μαφιόζος Μπινάλι Γιλντιρίμ, οργάνωσε εργαστήρια απομίμησης πλαστών προϊόντων στα εδάφη που διοικούνται από το Νταές.
Ωστόσο, η παρέμβαση της Χεζμπολάχ στο δεύτερο πόλεμο κατά της Συρίας, από τον Ιούλιο 2012, και μετά εκείνη της Ρωσικής Ομοσπονδίας, τον Σεπτέμβριο 2015, ανέτρεψαν τη τύχη του πολέμου. Από τότε και μετά, ο γιγαντιαίος συνασπισμός των «Φίλων της Συρίας» έχασε σε μεγάλο βαθμό το έδαφος που καταλάμβανε και έχει όλο και περισσότερες δυσκολίες να προσλαμβάνει νέους μισθοφόρους. Χιλιάδες τζιχαντιστές έχουν εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης και έχουν ήδη αναδιπλωθεί στη Τουρκία.
Αλλά οι περισσότεροι από αυτούς είναι ασυμβίβαστοί με το τουρκικό πολιτισμό.
Πράγματι, οι τζιχαντιστές δεν προσλήφτηκαν ποτέ ως συνεκτικό στρατό, αλλά για να δημιουργήσουν μάζα. Ήταν τουλάχιστον 250.000, ίσως πολύ περισσότεροι. Αρχικά, ήταν Άραβες παραβάτες που εποπτεύονταν από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Σταδιακά προστέθηκαν οι Σούφι Μεβλεβήδες από το Καύκασο και το Ιράκ, ακόμη και νεαρούς Δυτικούς που αναζητούσαν κάποια επανάσταση. Αυτό το απίστευτο μείγμα δεν μπορεί να σταθεί αν μετακινηθεί στη Τουρκία. Πρώτα, γιατί τώρα οι τζιχαντιστές θέλουν ένα δικό τους κράτος και φαίνεται αδύνατο να επανακηρυχτεί το νέο Χαλιφάτο στην Τουρκία. Έπειτα, για πολλούς πολιτιστικούς λόγους. Για παράδειγμα: οι Άραβες τζιχαντιστές έχουν υιοθετήσει τον ουαχαμπιτισμό των Σαουδαραβών δωρητών. Σύμφωνα με αυτή την ιδεολογία της ερήμου, η Ιστορία δεν υπάρχει. Έτσι κατέστρεψαν πολλά αρχαία ερείπια, δήθεν επειδή το Κοράνι απαγορεύει τα είδωλα. Αν και αυτό δεν ήταν πρόβλημα για την Άγκυρα, δεν πρόκειται να τους δούμε να αγγίξουν την τουρκομογγολική κληρονομιά.
Στην πραγματικότητα, σήμερα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει –πέρα από τη Συρία- τρεις ταυτόχρονους εχθρούς:
– τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους τούρκους σύμμαχους τους, την Feto του αστού ισλαμιστή Γκιουλέν,
– τους αυτονομιστές Κούρδους και ιδιαίτερα το PKK,
– τις κρατικές σουνιτικές φιλοδοξίες των ντζιχαντιστών, ιδιαίτερα του Νταές.
Το συμφέρον της Τουρκίας θα ήταν κατά κύριο λόγο να κατευνάσει τις εσωτερικές συγκρούσεις της με το ΡΚΚ και τη Feto, το συμφέρον του Ερντογάν ως τόσο είναι να βρει έναν νέο σύμμαχο. Ήταν σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών στο αποκορύφωμά τους, επιθυμεί από τούδε και στο εξής να γίνει σύμμαχος της Ρωσίας, πρώτη συμβατική στρατιωτική δύναμη σήμερα στον κόσμο.
Αυτή η αντιστροφή φαίνεται ακόμη πιο δύσκολη να πραγματοποιηθεί καθώς η χώρα του είναι μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας· ένας οργανισμός από τον οποίον κανείς δεν έχει καταφέρει ποτέ να φύγει. Ίσως θα μπορούσε, σε πρώτη φάση, να αποχωρήσει από την ολοκληρωμένη στρατιωτική διοίκηση, όπως έκανε η Γαλλία το 1966. Εκείνη την εποχή, ο πρόεδρος Σαρλ Ντεγκωλ είχε αντιμετωπίσει μια απόπειρα πραξικοπήματος και πολυάριθμες απόπειρες δολοφονίας από το OAS (σ.μτφ., οργάνωση του μυστικού στρατού), μια οργάνωση που χρηματοδοτούταν από τη CIA [3].
Ακόμα και αν η Τουρκία καταφέρνει να διαχειριστεί αυτή την εξέλιξη, θα πρέπει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικά προβλήματα.
Κατ ’αρχάς, αν και δεν γνωρίζουμε ακριβώς τον αριθμό των τζιχαντιστών στη Συρία και το Ιράκ, εκτιμάται ότι δεν είναι πλέον περισσότεροι από 50-200 χιλιάδες. Δεδομένου ότι αυτοί οι μισθοφόροι δεν είναι μαζικά ανακτήσιμοι, τίθεται το ερώτημα: τι θα τους κάνουν; Η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, που γράφτηκε σκόπιμα με ασαφή τρόπο, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας επίθεσης εναντίον τους στην Ίντλιμπ. Αυτό το Κυβερνείο κατέχεται από μια μυριάδα ένοπλων ομάδων, χωρίς δεσμούς μεταξύ τους, αλλά συντονίζονται από το ΝΑΤΟ από το Landcom της Σμύρνης, μέσω «ανθρωπιστικών» ΜΚΟ. Σε αντίθεση με το Νταές, αυτοί οι τζιχαντιστές δεν μπόρεσαν να οργανωθούν σωστά και εξακολουθούν να εξαρτώνται από τη βοήθεια του ΝΑΤΟ. Η τελευταία τους φθάνει μέσω των τουρκικών συνόρων, τα οποία μπορούν να κλείσουν σύντομα. Ωστόσο, αν είναι εύκολο να ελέγχονται τα φορτηγά που ακολουθούν καθορισμένα δρομολόγια, δεν είναι δυνατόν να σταματήσει η διέλευση των ανδρών μέσω των χωραφιών. Χιλιάδες, ίσως δεκάδες χιλιάδες τζιχαντιστές μπορούν σύντομα να φύγουν προς την Τουρκία και να την αποσταθεροποιήσουν.
Η Τουρκία έχει ήδη αρχίσει την αλλαγή της ρητορικής της. Ο πρόεδρος Ερντογάν κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι συνεχίσουν να υποστηρίζουν τους τζιχαντιστές γενικά και ειδικότερα το Νταές, γεγονός που υποδηλώνει ότι αν έκανε το ίδιο στο παρελθόν, ήταν υπό τη κακή επιρροή της Ουάσιγκτον. Η Άγκυρα φιλοδοξεί να κερδίζει χρήματα, με την ανάθεση της ανοικοδόμησης της Χομς και του Χαλεπιού στις τουρκικές εργολαβικές εταιρίες κατασκευής και δημόσιων έργων της. Ωστόσο, δεν είναι σαφές πώς, αφού πλήρωσε εκατοντάδες χιλιάδες Σύρους για να εξέλθουν από τη χώρα τους, αφού λεηλάτησε το βόρειο τμήμα της Συρίας, και αφού υποστήριξε τους τζιχαντιστές οι οποίοι κατέστρεψαν τη χώρα και σκότωσαν εκατοντάδες χιλιάδες Σύρους, πως η Τουρκία θα μπορεί να αποφύγει όλες τις ευθύνες της.
Η αναστροφή της Τουρκίας, εάν επιβεβαιωθεί τους επόμενους μήνες, θα φέρει αλυσιδωτές συνέπειες. Ξεκινώντας με το γεγονός ότι ο πρόεδρος Ερντογάν δεν παρουσιάζεται μόνο ως σύμμαχος της Ρωσίας, αλλά και ως εταίρος της Χεζμπολάχ και της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, δηλαδή των ηρώων του σιιτικού κόσμου. Έτσι έληξε η χίμαιρα μιας Τουρκίας ηγέτη του σουνιτικού κόσμου, καταπολεμώντας τους «αιρετικούς» με τα σαουδαραβικά χρήματα. Αλλά η ενδο-μουσουλμανική τεχνητή σύγκρουση που ξεκίνησε η Ουάσιγκτον δεν θα σταματήσει όσο η Σαουδική Αραβία δεν θα σταματήσει και αυτή.
Η απίθανη ανατροπή της Τουρκίας είναι ίσως δύσκολη να κατανοηθεί για τους Δυτικούς, για τους οποίους η πολιτική είναι πάντα δημόσια. Χωρίς να αναφερθούμε στη σύλληψη Τούρκων αξιωματικών σε ένα καταφύγιο του ΝΑΤΟ στο ανατολικό Χαλέπι, πριν από δύο εβδομάδες, είναι πιο εύκολο να ερμηνευτεί για όσους θυμούνται, για παράδειγμα, τον προσωπικό ρόλο του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου στη Τσετσενία, ενώ ήταν επικεφαλής της Milli Görüs· ένας ρόλος για τον οποίον η Μόσχα δεν έχει μιλήσει ποτέ, αλλά για τον οποίον οι ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών έχουν κρατήσει πολλά αρχεία. Ο Πούτιν προτίμησε να μετατρέψει έναν εχθρό σε σύμμαχο, παρά να τον συντρίψει και να πρέπει να συνεχίσει να πολεμήσει εναντίον του Κράτους του. Ο πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσαντ, ο Σαγιέντ Χασάν Νασράλα και ο Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ ακολούθησαν πρόθυμα τα βήματα του.
Να θυμάστε:
– Μετά την ελπίδα να κατακτήσει τη Συρία, ο πρόεδρος Ερντογάν βρίσκεται λόγω της ίδιας της πολιτικής του, αμφισβητούμενος σε τρία μέτωπα: από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Feto του Φετουλάχ Γκιουλέν, από το αυτονομιστικό κουρδικό ΡΚΚ και από το Νταές.
– Σε αυτούς τους τρεις αντιπάλους, μπορεί και πάλι να προστεθεί η Ρωσία, η οποία κατέχει πολλές πληροφορίες για τη προσωπική σταδιοδρομία του.
Για αυτό, ο πρόεδρος Ερντογάν αντίθετα, συμμάχησε με τη Μόσχα και είναι πιθανό να εξέλθει από την ολοκληρωμένη διοίκηση του ΝΑΤΟ.
[1] “The Syrian cease-fire documents (complete)” (Τα έγγραφα της κατάπαυσης του πυρός στη Συρία —πλήρη—), “Resolution 2336 (Syrian Ceasefire, Astana Talks)”, Voltaire Network, 31 december 2016.
[2] « La guerre secrète en Italie » (Ο μυστικός πόλεμος στην Ιταλία), par Daniele Ganser, Réseau Voltaire, 6 février 2010.
[3] « Quand le stay-behind voulait remplacer De Gaulle » (Όταν το stay-behind ήθελε να αντικαταστήσει τον Ντε Γνωλ), par Thierry Meyssan, Réseau Voltaire, 10 septembre 2001.