Έναντια στην αυτοκρατορική επίθεση που εξαπέλυσε η Ουάσινγκτον κατά της Ρωσίας και των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική, η στρατηγική συνεργασία μεταξύ της Μερκοσούρ και της Ευρασιατικής Ένωσης αναδύεται ως μηχανισμός καθοριστικής σημασίας στην προάσπιση της κυριαρχίας και την οικοδόμηση μιας πολυπολικής παγκόσμιας τάξης, ολοένα απομακρυνόμενη από την τροχιά του δολαρίου και λιγότερο επικεντρωμένη στην οικονομία των ΗΠΑ.
Οι στρατηγικές οικονομικής ανάσχεσης που προωθούνται από την Ουάσινγκτον ενάντια στη Μόσχα και το Καράκας επέσπευσαν την αναδιάταξη των συμμαχιών στο παγκόσμιο σύστημα. Αν και η Ρωσία βρίσκεται γεωγραφικά στο Βορρά του ημισφαιρίου, η διπλωματική της ατζέντα διατηρεί ένα μεγαλύτερο δεσμό με τις αναδυόμενες οικονομίες. Το ίδιο συμβαίνει και με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, η περιοχή που σύμφωνα με τον Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, καλείται να αποτελέσει τον κύριο πυλώνα στην οικοδόμηση μιας παγκόσμιας πολυπολικής τάξης.
Υπάρχει οικονομική συμπληρωματικότητα επί της ουσίας. Οι εξαγωγές της Ρωσίας στη Λατινική Αμερική επικεντρώνονται σε ένα ποσοστό άνω του 50% σε λιπάσματα, ορυκτά και καύσιμα. Εντωμεταξύ, η Μόσχα αγοράζει από τις λατινοαμερικανικές χώρες βασικά γεωργικά προϊόντα, κρέατα και ηλεκτρονικά εξαρτήματα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ινστιτούτου για τη Λατινικής Αμερικής της Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας, το διμερές εμπόριο θα φτάσει τα 100 δις δολάρια το 2030, μία αύξηση άνω του 500%.
Ωστόσο, υπάρχουν επίσης πολλές προκλήσεις στον ορίζοντα. Το γενικό πλαίσιο ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας, η αποπληθωριστική τάση (πτώση των τιμών) στην αγορά των πρώτων υλών (κυρίως το πετρέλαιο), η οικονομική επιβράδυνση της ασιατικής ηπείρου και οι οικονομικές κυρώσεις, επιβαλλόμενες από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, αποκαλύπτουν την επείγουσα ανάγκη για αναβάθμιση των όρων της διπλωματικής σχέσης μεταξύ της Ρωσίας και των λατινοαμερικανικών χωρών.
Ως συνέπεια της πτώσης του εμπορίου μεταξύ Ρωσίας και Ευρωπαικής Ένωσης, η Λατινική Αμερική αναδύεται κατά κάποιον τρόπο ως η αντικαταστάτρια αγορά και συγχρόνως ως ο αποδέκτης επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας. Υπό αυτή την έννοια, πρέπει να επισημανθούν τα σχέδια επένδυσης της Κοινοπραξίας Πετρελαίου της Ρωσίας (αποτελούμενης από Rosneft, Gazprom Neft, LUKoil, TNK-BP και Surgutneftegas) με εταιρείες της Βραζιλίας, της Αργεντινής, της Βενεζουέλας, της Γουιάνας και της Κούβας, μεταξύ άλλων.
Επιπρόσθετα, υπάρχει μία ευρεία γκάμα δυνατοτήτων για την οικοδόμηση επιστημονικών και τεχνολογικών συμμαχιών που από τη μια πλευρά προωθούν τη βιομηχανική ανάπτυξη της λατινοαμερικανικής περιοχής και από την άλλη, συμβάλλουν στη διαφοροποίηση των εξαγωγών της Μόσχας που σήμερα επικεντρώνονται στους υδρογονάνθρακες.
Η μακρά στασιμότητα της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, όπως επίσης και η αύξηση των διεθνικών συγκρούσεων για την εγγύηση της προμήθειας βασικών πρώτων υλών (πετρέλαιο, αέριο, μέταλλα, ορυκτά, σπάνιες γαίες, κτλ.) για την αναπαραγωγή κεφαλαίου, προωθούν την οικοδόμηση στρατηγικών συμμαχιών δια μέσου προτιμησιακών εμπορικών συμφωνιών, μαζικών επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα, μεταφοράς τεχνολογιών, τεχνικοστρατιωτικής συνεργασίας, κτλ.
Υπό την ίδια οπτική, η στρατηγική σχέση που διατηρεί η Ρωσία με διάφορες λατινοαμερικανικές χώρες σε διμερές επίπεδο (Aργεντινή, Βραζιλία, Κούβα, Εκουαδόρ, Νικαράγουα, Βενεζουέλα, κτλ.), επιδιώκει τη διεύρυνσή της στην περιοχή της Ν. Αμερικής δια μέσου της Ευρασιατικής Ένωσης (αποτελούμενη από τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, το Καζακστάν, την Αρμενία και το Κιργιστάν) και αποτελεί την αιχμή του δόρατος.
Παρά το ότι ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έθιξε το 2011 (σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ’Izvestia’) το ζήτημα της μετατροπής της Ευρασιατικής Ένωσης σε ένα μηχανισμό γέφυρα μεταξύ της περιοχής Ασίας και Ειρηνικού και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κλοιός στον οποίο τέθηκε η Ρωσική Ομοσπονδία από τον Οργανισμό Βορειοαντλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) ακύρωσε προσωρινά αυτή την πιθανότητα.
Κατά συνέπεια, η Ευρασιατική Ένωση σπάει τα ηπειρωτικά όρια δια μέσου της δημιουργίας ζωνών ελεύθερου εμπορίου με την Κίνα στην ασιατική ήπειρο, την Αίγυπτο στη Βόρειο Αφρική και την Κοινή Αγορά του Νοτου (ή Μερκοσούρ, αποτελούμενη από την Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Παραγουάη, την Ουρουγουάη και τη Βενεζουέλα) στη Λατινική Αμερική.
Τα τελευταία χρόνια, η στρατηγική θέση ανάμεσα στην Ευρασιατική Ένωση και τη Μερκοσούρ αποτελεί το μεγαλύτερο στοίχημα της Ρωσίας στην περιοχή της Ν. Αμερικής που σχετίζεται με την περιφερειακή ένταξη: αμφότερες πλευρές κατέχουν μια εδαφική έκταση 33 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, έναν πληθυσμό 450 εκατομμυρίων κατοίκων και ένα συνδυασμένο ΑΕΠ άνω των 8,5 τρις δολαρίων (11,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ που υπολογίζεται σε ονομαστικούς όρους). Η στρατηγική σχέση επιδιώκει δύο γενικούς στόχους. Πρώτον, να ελαττωθεί η παρουσία των ΗΠΑ και της ΕΕ στη ροή των εξωπεριφερειακών εμπορικών συναλλαγών και επενδύσεων. Και δεύτερον, να επιταχυνθεί η διαδικασία συνολικής αποδολαριοποίησης δια μέσου της χρήσης εθνικών νομισμάτων ως μέσο αποπληρωμής.
Η οικοδόμηση ενός εναλλακτικού συστήματος πληρωμών σε σχέση με τη Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication (ή SWIFT, αρχικά στ’ αγγλικά), εκ μέρους της Ρωσίας (η Κίνα πρόσφατα ανακοίνωσε την παρουσίαση ενός δικού της συστήματος πληρωμών, το οποίο θα μπορούσε να ξεκινήσει να λειτουργεί τον ερχόμενο Σεπτέμβριο), όπως επίσης και η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής σχετικά με το Ενιαίο Περιφερειακό Σύστημα Ανταλλαγών (SUCRE) για να μετριάσει τους εξωτερικούς κραδασμούς στο σύνολο της περιοχής, είναι απόδειξη του αυξανόμενου πρωταγωνιστικού ρόλου και των δύο πλευρών στη δημιουργία θεσμών και νέων οικονομικών μηχανισμών που εγκαταλείπουν την τροχιά του δολαρίου.
Είναι αναμφισβήτητο ότι, απέναντι στην οικονομική και γεωπολιτική επίθεση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, οι αναδυόμενες οικονομίες αποφεύγουν τις μετωπικές συγκρούσεις δια μέσου της περιφερειοποίησης. Με λίγα λόγια, η Ευρασιατική Ένωση και η Μερκοσούρ θα πρέπει να επικεντρώσουν τις δυνάμεις τους σε μια μεγαλύτερη οικονομική συνεργασία και παράλληλα, να δημιουργήσουν ένα κοινό μέτωπο άμυνας της εθνικής κυριαρχίας και των αρχών του διεθνούς δικαίου.
Εν κατακλείδι, η στρατηγική σχέση μεταξύ Ευρασιατικής Ένωσης και Μερκοσούρ εμπεριέχει μια μεγάλη ευκαιρία για να παρουσιάσει στον κόσμο ένα μέρος της πετυχημένης απάντησης των δύο πλευρών όσον αφορά την επιδείνωση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Έτσι συμβάλλει με καθοριστικό τρόπο στην αποδυνάμωση των θεμελίων της ηγεμονίας του δολαρίου.