Η πρόταση του Λορέν Φαμπιούς για προσφυγή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη Συρία απορρίφθηκε από τον ΟΗΕ. Πράγματι, πίσω από την εμφάνιση ως όργανο που αποδίδει δικαιοσύνη, το ΔΠΔ είναι ένα εργαλείο του δυτικού ιμπεριαλισμού. Οι διαδικασίες του είναι τραγελαφικές, δεν διστάζει να εφεύρει φανταστικά εγκλήματα για να καταδικάσει τους κατηγορουμένους του και συμμετέχει στις επιχειρήσεις παραπληροφόρησης του ΝΑΤΟ. Ναι, θέλουμε δικαιοσύνη, και η τελευταία θα πρέπει να ξεκινήσει από τον κ. Φαμπιούς για να τον δικάσει για τα εγκλήματά του στη Συρία.
Με πρωτοβουλία του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών Λορέν Φαμπιούς, η Γαλλία κατέθεσε την Πέμπτη το βράδυ στο Συμβούλιο Ασφαλείας σχέδιο ψηφίσματος για προσφυγή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη Συρία. Ο κ. Φαμπιούς εξήγησε τη χειρονομία του, υποστηριζόμενος από 64 συμμαχικές χώρες, σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Monde [1]. Σε αυτό το άρθρο τονίζει ότι το προτεινόμενο σχέδιο ψηφίσματος του δεν στρέφεται κατά της κυβέρνησης, αλλά «στοχεύει όλα τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη Συρία, ανεξαρτήτως από το ποίος τα διέπραξε».
Θα έπρεπε επομένως όλοι μας να το υποστηρίξουμε.
Ωστόσο, η Ρωσία και η Κίνα αντιτέθηκαν έντονα, χρησιμοποιώντας για τέταρτη φορά το δικαίωμα του βέτο τους σε αυτό το ζήτημα. Ο λόγος είναι ότι αυτά τα δύο κράτη, που δεν είναι μέλη του ΔΠΔ, γνωρίζουν ότι οι ισχυρισμοί του κ. Λορέν Φαμπιούς είναι καθαρή προπαγάνδα. Το ΔΠΔ αποδίδει μια δικαιοσύνη των νικητών και εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού.
Μια Δικαιοσύνη μονόδρομος
Από την ίδρυσή του το 2002, το Δικαστήριο -η αρμοδιότητα του οποίου είναι οικουμενική- άνοιξε είκοσι φακέλους, αλλά δεν έχει επιβάλει ποινές παρά μόνο εις βάρος υπηκόων οκτώ αφρικανικών χωρών (Ουγκάντα, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Σουδάν, Δημοκρατία της Κένυα, Λιβύη, Ακτή του Ελεφαντοστού). Και σε αυτές τις οκτώ περιπτώσεις, το Δικαστήριο καταδίκασε μόνο αντίπαλους των μεγάλων δυτικών δυνάμεων. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι αυτό το σώμα δεν αποδίδει δικαιοσύνη, αλλά την χειραγωγεί.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον τον Οκτώβριο 2013, η σύνοδος κορυφής της Αφρικανικής Ένωσης αποφάσισε να μην τηρήσει πλέον τις αναληφθείσες δεσμεύσεις της ενώπιον του ΔΠΔ οτάν καταζητεί αρχηγούς κρατών εν ενέργεια.
Η εμπειρία της Λιβύης
Από την πλευρά μου, η εμπειρία μου με το Δικαστήριο δεν περιορίζεται στην περίπτωση της Λιβύης.
Κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου Ασφαλείας, ο εισαγγελέας είχε αποφασίσει να ασκήσει δίωξη κατά του Μουαμάρ αλ-Καντάφι, του γιου του Σαΐφ αλ-Ισλάμ και του γαμπρού του Αμπντουλάχ Σενούσι, κατηγορώντας τους ότι είχαν σφαγιάσει δεκάδες χιλιάδες αντιπάλους τους στη Βεγγάζη και αλλού. Έχοντας στη διάθεση του τεράστια μέσα, ο εισαγγελέας δήλωσε ότι διέθετε αποδείξεις. Στην πραγματικότητα, βάσιζε τις κατηγορίες του μόνο... σε μια ανασκόπηση του δυτικού Τύπου. Ωστόσο, ο καθένας με καλή πίστη που ήταν παρόν στη Λιβύη μπορούσε να διαπιστώσει ότι τα εγκλήματα για τα οποία είχαν κατηγορηθεί δεν υπήρχαν ποτέ. Ερεύνησα λοιπόν μια μεγάλη γειτονιά της Τρίπολης σε αναζήτηση των ερείπιων που φέρονταν να είχαν προκληθεί από τους βομβαρδισμούς της «αεροπορίας του καθεστώτος», χωρίς να βρω κανένα ίχνος καταστροφής. Φανταστικοί λοιπόν ήταν οι βομβαρδισμοί που είχαν καταδικαστεί έντονα από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και είχαν αιτιολογήσει την εντολή επέμβασης που δόθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας στο ΝΑΤΟ.
Μετά, ο εισαγγελέας έριξε την κατηγορία σύμφωνα με την οποία ο Μουαμάρ αλ-Καντάφι είχε διανεμίσει στους στρατιώτες του χάπια βιάγκρα, έτσι ώστε να βιάζουν τις γυναίκες των αντιπάλων του. Ο εισαγγελέας έδινε στοιχεία σχετικά με τη ποσότητα αυτών των δισκίων, χωρίς να προσέξει το γεγονός ότι ήταν πάνω από την παγκόσμια παραγωγή του βιάγκρα. Στη συνέχεια, λόγω της απουσίας αναγνωρισμένων θυμάτων, η κατηγόρια για τους μαζικούς βιασμούς απλώς ακυρώθηκε [2].
Το πιο γελοίο ήρθε κατά τη κατάληψη της Τρίπολης από το ΝΑΤΟ. Ο εισαγγελέας επιβεβαίωσε στον διεθνή Τύπο, στις 21 Αύγουστο, ότι ο Σαΐφ αλ-Ισλάμ Καντάφι είχε συλληφθεί και ότι οργάνωνε τη μεταφορά του στη Χάγη. Αλλά, όπως άκουγα τη δήλωσή του στην τηλεόραση, ο Σαΐφ αλ-Ισλάμ βρισκόταν στο ξενοδοχείο Rixos στο διπλανό δωμάτιο μου. Ο εισαγγελέας είχε εφεύρει αυτή την ιστορία, προκειμένου να κάμψει το ηθικό του λιβυκού λαού και να βοηθήσει το ΝΑΤΟ να κατακτήσει τη χώρα. Τελικά, ο Σαΐφ αλ-Ισλάμ συνελήφθη τρεις μήνες αργότερα, στις 19 Νοεμβρίου.
Πώς μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά ένα δικαστήριο του οποίου ο εισαγγελέας παίρνει αποφάσεις με μόνη βάση την ανασκόπηση του δυτικού Τύπου, που δεν διστάζει να κατασκευάσει κατηγορίες για να εντυπωσιάσει τη κοινή γνώμη, ούτε να ψεύδεται για να επηρεάσει την τύχη μιας εισβολής;
Η γέννηση του ΔΠΔ
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο βρίσκει τις ρίζες του στο άρθρο 227 της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1919), που σκόπευε να δημιουργήσει ένα διεθνές δικαστήριο για να δικάσει τον νικημένο Γερμανό αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β’, και τη Συμφωνία του Λονδίνου (1945), η οποία θέσπισε το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης για να δικαστούν οι ηγέτες των Ναζί.
Εκείνη την εποχή, ο Γερμανός Καγκελάριος Ludwig Erhard, ήταν μία από τις λίγες πολιτικές προσωπικότητες που επέκριναν το δικαστήριο της Νυρεμβέργης.
Υποστήριζε ότι μια δικαστική απόφαση που εκδίδεται από τους νικητές κατά εναγομένων, όλων Γερμανών, δεν είχε καμία αξιοπιστία. Υποστήριζε ότι οι Ναζί έπρεπε να δικαστούν από δικαστές ουδέτερων χωρών (Ελβετία η Σουηδία), γεγονός το οποίο είναι βέβαιο ότι θα είχε αλλάξει ριζικά την ετυμηγορία, και με μερικούς Γερμανούς δικαστές.
Ο Γάλλος νομικός Casamayor, κατήγγειλε μια δικαιοσύνη των νικητών: τα εγκλήματα των Ναζί μπορούσαν να τιμωρηθούν, όχι όμως και εκείνα των Συμμάχων. «Από σήμερα, υπάρχουν δύο τύποι διεθνούς δικαίου, ένας για τους Γερμανούς, ο άλλος για το υπόλοιπο κόσμο», έγραψε. «Αν οι τυφλοί βομβαρδισμοί του Λονδίνου και η χρήση όπλων για αντίποινα, όπως οι πύραυλοι V1 και V2, δεν συμπεριλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, είναι προφανώς για να μη περιληφθούν οι τυφλοί βομβαρδισμοί αμάχων από τη RAF, συμπεριλαμβανομένου του φωσφορούχου βομβαρδισμού της Δρέσδης ο οποίος αποτελεί το αποκορύφωμα του παροξυσμού».
Στην περίπτωση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, σίγουρα έγιναν από Αφρικανούς ηγέτες, αλλά τα περισσότερα από αυτά τα εγκλήματα είχαν διαταχθεί από μεγάλες δυτικές δυνάμεις: το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ισραήλ, τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Γαλλία
Στην περίπτωση της Λιβύης, ο Μουαμάρ Καντάφι χρησιμοποίησε σίγουρα τη πολιτική δολοφονία κατά τη διάρκεια 42 χρόνια εξουσίας -συμπεριλαμβανομένου του Ιμάμη Μουσά Σαντρ- αλλά δεν διέπραξε ποτέ τα εγκλήματα για τα οποία το Δικαστήριο ήθελε να τον δικάσει. Αυτά ήταν καθαρές εφευρέσεις της δυτικής προπαγάνδας για να δικαιολογήσουν την κατάκτηση της Λιβύης. Ο καθείς μπορεί εξάλλου να παρατηρήσει ότι, δύο χρόνια μετά το λιντσάρισμα του από τους Δυτικούς, κανείς πια δεν αναφέρει αυτά τα φανταστικά εγκλήματα.
Η υπόθεση Λορέν Φαμπιούς
Το 1999, ο Λορέν Φαμπιούς δικάστηκε από το Δικαστήριο της Γαλλικής Δημοκρατίας για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Είχε κατηγορηθεί, ενώ ήταν πρωθυπουργός, ότι είχε ευνοείσει τα βιομηχανικά συμφέροντα μιας φαρμακευτικής εταιρείας, καθυστερώντας τη αχρήστευση εκτός αγοράς αίματος μολυσμένου με τον ιό HIV. Η διαδικασία που ακολούθησε το Δικαστήριο στην περίπτωσή του, παραμένει αμφίβολη σχετικά με την αρχειοθέτηση της υπόθεσης την οποία απολάμβανε [3]. Ο Φαμπιούς παραδέχθηκε ότι ευθύνεται για το πολιτικό λάθος, αλλά όχι για το ποινικό αδίκημα. Παραδέχτηκε δηλαδή, ότι δεν έκανε τη δουλειά του ως πρωθυπουργός και άφηνε τους συμβούλους του να πάρουν μόνοι τους τις κακές αποφάσεις. Στο παρελθόν, αυτή η ομολογία θα είχε σημαδέψει την οριστική αποχώρησή του από την πολιτική ζωή, αλλά τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Θεωρούμενος ως μη ένοχος, αλλά ανεύθυνος, εξελέγη πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης και παρέμεινε σε αυτή τη θέση κατά τη διάρκεια και μετά τη δίκη του (1988-1992), παρόλο οι δικαστές του ήταν βουλευτές [4]. Ήταν και πάλι πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης υπό τον Ζακ Σιράκ (1997-2000), μετά έγινε Υπουργός Οικονομικών (2000-2002) και Υπουργός Εξωτερικών (από το 2012).
Ως Υπουργός Εξωτερικών, ο Λορέν Φαμπιούς αναβίωσε τον πόλεμο στη Συρία για λογαριασμό του Ισραήλ και μιας αμερικανικής ομάδας, συμπεριλαμβανομένων της Χίλαρι Κλίντον (Υπουργός Εξωτερικών), του Στρατηγού Ντέιβιντ Πετρέους (CIA), του Patrick O’Reilly (πυραυλική ασπίδα), και του Ναύαρχου Τζέιμς Σταυρίδη (ΝΑΤΟ). Οργάνωσε τη διάσκεψη του Παρισιού των Φίλων της Συρίας και τοποθέτησε τον εγκληματία πολέμου Abu Saleh στο βάθρο μαζί με τον Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ κατά τη διάρκεια της ομιλίας του. Στη συνέχεια, ο κ. Fabius ενέκρινε την οργάνωση της επίθεσης στις 18 Ιουλίου 2012, η οποία αποκεφάλισε το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Συρίας και αρνήθηκε να την καταδικάσει, μια επίθεση που στοίχισε τη ζωή μεταξύ άλλων των Στρατηγών Νταούντ Rajha (Υπουργού Άμυνας, Χριστιανού Ορθόδοξου), Assef Shawkat (Αναπληρωτή Υπουργού, Αλαουίτη) και του Χασάν Turkmani (σύμβουλου εθνικής ασφαλείας, σουνίτη). Στις 17 Αυγ. 2012, δήλωσε, από τη Τουρκία,: «Έχω πλήρη συνείδηση για αυτό που λέω: ο Μπασάρ αλ-Άσαντ δεν αξίζει να είναι στη Γη» ενθαρρύνοντας ανοιχτά τη δολοφονία του .
Όλα αυτά τα γεγονότα και πολλά άλλα υπόκεινται θεωρητικά στο ΔΠΔ, το οποίο σίγουρα δεν θα παράλειπε να τον καταδικάσει αν απέδινε Δικαιοσύνη.
Στο πόλεμο στη Συρία σκοτώθηκαν τουλάχιστον 160.000 άνθρωποι
Θέλουμε δικαιοσύνη!
Ναι, πρέπει να δικαστούν οι δράστες των εγκλημάτων στη Συρία, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει από ένα δικαστήριο στην υπηρεσία εκείνων που επιτίθενται αυτή τη χώρα και βασανίζουν τον λαό της.
Οι χρηματοδότες του πόλεμου πρέπει να δικαστούν πρώτα, και βρίσκονται στην Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και το Παρίσι, στην Άγκυρα, στη Ντόχα και το Ριάντ.
Μερικοί από αυτούς είναι και χρηματοδότες του ΔΠΔ.
[1] « Ποιος είναι κατά της δικαιοσύνης στη Συρία; » από τον Λορέν Φαμπιούς, Le Monde , στις 22 Μαΐου 2014.
[2] « Προπαγάνδα πολέμου: μαζικοί βιασμοί στη Λιβύη », Δίκτυο Βολταίρος, 12 Ιουνίου 2011.
[3] Οργανικός νόμος n ° 93 - 1252 της 23ης Νοεμβρίου 1993.
[4] Το Δικαστήριο της Δημοκρατίας αποτελείται από δεκαπέντε μέλη: δώδεκα εκλεγμένοι βουλευτές, από το σύνολο και σε ίσο αριθμό από την Εθνοσυνέλευση και τη Γερουσία μετά από κάθε γενική η μερική ανανέωση αυτών των συνελεύσεων και τρεις δικαστές της έδρας του Αρείου Πάγου. Προεδρεύει ο ένας από τους τρεις επαγγελματίες δικαστές.